δυσέξοδος
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
English (LSJ)
δυσέξοδον,
A hard to get out of, Arist.Pol.1330b26, Lyc.1099, Paus.2.31.1: metaph., ἐρώτησις Luc.Fug.10.
2 hard to remedy, Hp.Epid.4.30.
Spanish (DGE)
-ον
1 del que es difícil salir, que hace difícil la salida c. dat. de pers. (πύργος) δ. δὲ καὶ τοῖς μετὰ ἀδείας βαδίζουσιν I.BI 7.293, sin rég. πορθμός Plu.2.981a, πράγματα ἀμήχανα καὶ δυσέξοδα Eun.Hist.18.6.41, en metáf. τὰς δυσεξόδους ζητῶν κελεύθους ... βρόχου ref. al vestido sin costuras que causó la muerte a Agamenón, Lyc.1099
•fig. de difícil respuesta ἐρωτήσεις Luc.Fug.10
•subst. τό τε ἐκ τοῦ λαβυρίνθου δυσέξοδον la difícil salida del laberinto Paus.2.31.1, τὰ δυσέξοδα los lugares de difícil salida Paus.4.18.6
•difícil de atravesar, inaccesible τόπος ... ποταμοὺς ἔχων καὶ χαράδρας δυσεξόδους D.S.19.26, cf. Aristid.Or.49.20.
2 difícil de remediar medic. τοῖσι δὲ πολλοῖσι δυσέξοδον τοῦτο de síntomas de enfermedades, Hp.Epid.4.30.
German (Pape)
[Seite 679] von schwierigem Ausgang; Hippocr.; τινί, Arist. Polit. 7, 11; Sp., wie Lycophr. 1099.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 dont l'issue est difficile;
2 dont l'issue est funeste HPC (maladie).
Étymologie: δυσ-, ἔξοδος.
Russian (Dvoretsky)
δυσέξοδος: Arst. = δυσεξίτητος.
Greek (Liddell-Scott)
δυσέξοδος: -ον, ὁ ἐξ οὗ δυσκόλως τις ἐξέρχεται, Ἀριστ. Πολ. 7. 11, 6. 2) δυσίατος, δυσθεράπευτος, Ἱππ. 1133.
Greek Monolingual
δυσέξοδος, -ον (AM)
αυτός από τον οποίο εξέρχεται κανείς με δυσκολία
αρχ.
δυσθεράπευτος.
Greek Monotonic
δυσέξοδος: -ον, αυτός από τον οποίο δύσκολα βγαίνει, εξέρχεται καποιος, σε Αριστ.
Middle Liddell
δυσ-έξοδος, ον
hard to get out of, Arist.