ὑπαλλάσσω

From LSJ
Revision as of 13:03, 12 April 2024 by Spiros (talk | contribs)

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπαλλάσσω Medium diacritics: ὑπαλλάσσω Low diacritics: υπαλλάσσω Capitals: ΥΠΑΛΛΑΣΣΩ
Transliteration A: hypallássō Transliteration B: hypallassō Transliteration C: ypallasso Beta Code: u(palla/ssw

English (LSJ)

Att. ὑπαλλάττω,
A exchange, Plb.5.8.9, Luc.Sol.10:—Med., θνητὸν βίον ἀντ' ἀθανάτου Ph.1.37; but τὸ μῖσος τῇ εὐνοίᾳ by the goodwill, J.AJ15.3.2.
2 change a little, Plu.2.930c; τὸ τὴν οἰκείαν χώραν ὑπηλλαχός Gal.10.160; λουτρὰ καὶ θυμοὶ κτλ. ὑπαλλάττοντα τὴν κρᾶσιν Id.6.28, cf. 307, al.; alter the text of a book, τὰς παλαιὰς γραφάς Id.15.21, cf. 16.679, al.:—Med., change one's place, Poll.6.194; change one's bearing, πρός τινας Phot., Suid. s.v. Κωρυκαῖος:—Pass., ὑπηλλάχθαι εἰς.. Arist.Fr.580; ὅταν [βιβλίον].. τινὰ.. ὑπηλλαγμένα ἔχῃ altered (from the first draft), Gal.15.424.
3 mortgage, ἀρούρας BGU301.9 (ii A. D.), cf. PStrassb.56.8 (iii A. D.), etc.
II intr. in Act., change gradually, εἰς ἀνδρῶν ἡλικίαν Poll.2.10; of wine, Gal.15.629.

German (Pape)

[Seite 1181] att. ὑπαλλάττω, verwechseln, vertauschen, verändern, Pol. 3, 8, 9 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ὑπαλλάττω: 1 changer, mettre à la place, substituer;
2 changer un peu.
Étymologie: ὑπό, ἀλλάττω.

Russian (Dvoretsky)

ὑπαλλάσσω: атт. ὑπαλλάττω
1 подменивать или обменивать (τι Polyb.);
2 слегка изменять (τι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπαλλάσσω: Ἀττικ. -ττω, ἀνταλλάσσω, Πολύβ. 5. 8., 9 Λουκ. Σολοικ. 10. ― Μεσ., ὑπαλ. τι ἀντί τινος Φίλων 1. 37· τί τινι Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 15. 3, 2. 2) μεταβάλλω ὀλίγον, ἐλαφρῶς, Πλούτ. 2. 930B ― Μέσ., ἀλλάσσω τὴν θέσιν μου, «ὑπαπιέναι, ὑπαλλάττεσθαι, ὑπαφίστασθαι, ὑπεξίστασθαι» Πολυδ. ϛʹ, 194· μεταβάλλω τὸν τρόπον μου, πρός τινα Σουΐδ. καὶ Φώτ. ἐν λέξ. Κωρυκαῖος. ― Παθ., ὑπηλλάχθαι εἰς... Ἀριστ. Ἀποσπ. 539. ΙΙ. ἀμεταβ. ἐν τῷ ἐνεργ., βαθμηδὸν μεταβάλω, Πολυδ. Β΄, 10. ― Ἴδε Κόντου Κριτικὰ καὶ Γραμματικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Ιϛʹ, σ. 507, 508, 512.

Greek Monolingual

και αττ. τ. ὑπαλλάττω Α
1. ανταλλάσσω
2. μετατρέπω, μεταβάλλω
3. μεταβάλλω ελαφρώς
4. (αμτβ.) υφίσταμαι βαθμιαίες μεταβολές
5. υποθηκεύω, ενεχυριάζω
6. μέσ. ὑπαλλάσσομαι
αλλάζω τη θέση μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + ἀλλάσσω.

Greek Monotonic

ὑπαλλάσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, ανταλλάσσω, σε Λουκ.

Middle Liddell

Attic -ττω fut. ξω
to exchange, Luc.