στιφρός

From LSJ
Revision as of 10:26, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_4)

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στιφρός Medium diacritics: στιφρός Low diacritics: στιφρός Capitals: ΣΤΙΦΡΟΣ
Transliteration A: stiphrós Transliteration B: stiphros Transliteration C: stifros Beta Code: stifro/s

English (LSJ)

ά, όν,

   A firm, solid, Men. in POxy.1803.1, al.; of olives, Ar. Fr.141; σκέλη X.Cyn.4.1, cf. 5.30; πλεκτάνη Crobyl.7; καυλὸς σαρκώδης καὶ σ. Arist.HA510b28; of wood, Thphr.HP3.11.4, 5.1.11 (Comp.); opp. μαδαρός, of flesh, Arist.HA531b13; opp. ὑγρός, Id.GA735b18; opp. σομφός, ib.732b35; τὸ τῶν βατράχων ᾠὸν στερεὸν καὶ σ. ib.754a34; of persons, stout, sturdy, νεανίας Philostr.Jun.Im. 15, cf. 1,3.—στρυφνός is a freq. v.l.

German (Pape)

[Seite 944] (ein Wort mit στιβαρός, vgl. στιβρός), dicht zusamnengedrückt, nach Moeris attisch für das hellenistische στριφνός, fest, stark; σκέλη Xen. Cyn. 4, 1, βρόχος 9, 13, u. sonst, von derbem, kräftigem, gedrungenem Körperbau, s. Jac. Philostr. imagg., 596. 604. Vgl. auch Ruhnk. zu Tim, 237.

Greek (Liddell-Scott)

στιφρός: -ά, -όν, (ἴδε ἐν λ. στιβαρός), στερεός, συμπαγής, ἐπὶ ἐλαιῶν, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 190· σκέλη Ξεν. Κυν. 4, 1, πρβλ. 5, 30· πλεκτάνη Κρώβυλ. ἐν «Ψευδ.» 2· καυλὸς σαρκώδης καὶ στ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 1, 24· ἀντίθετ. τῷ μαδαρός, ἐπὶ σαρκός, αὐτόθι 4. 6, 9· τῷ ὑγρός, ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 2. 2, 5, πρβλ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 6, 2· τῷ σομιός, π. Ζ. Γεν. 2. 1, 16· ᾠὸν στερεὸν καὶ στ. αὐτόθι 3. 3, 3· ἐπὶ προσώπων, ἰσχυρός, ῥωμαλέος, δυνατός, νεανίας Φιλόστρ. Νεώτ. 887, πρβλ. 863, 866. 2) μεταφορ., ἐπίμονος, ἰσχυρογνώμων, Εὐστ. Πονημάτ. 115. 49. - στρυφνὸς ἀπαντᾷ συχν. ὡς διάφ. γραφή.