στέφος
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
εος, τό, (στέφω) poet. for στέφανος,
A crown, wreath, garland, Emp.112.6, Simon.158, E.IA1512 (lyr.), etc.: pl. στέφη,= στέμματα, A.Ag.1265, Th.101 (lyr.), S.OT913: also in late Prose, Gal.18(1).786, Vett.Val.248.28; τὸ σ. τῶν φιλοσόφων, sc. Zosimus, Olymp. Alch. p.83 B. 2 of libations, A.Ch.95; cf. στέφω 11.3.
German (Pape)
[Seite 940] τό, poet. statt στέφανος, Kranz; μαντεῖα περὶ δέρῃ στέφη, Aesch. Ag. 1238; ξὺν τῷδε θαλλῷ καὶ στέφει, Ch. 1301, vgl. Spt. 97 u. oben στέμμα; Soph. τάδ' ἐν χεροῖν στέφη λαβοῦσα, O. R. 913; καλλίνικα στέφη, Eur. Phoen. 865; ἐπὶ κάρα στέφη βαλλομέναν, I. T. 1512, u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
στέφος: -εος, τό (στέφω) ποιητ. ἀντὶ στέφανος, «στεφάνι», Ἐμπεδ. 402, Εὐρ. Ι.Α. 1512, κτλ.· - πληθ. στέφη, = στέμματα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1265, Θήβ. 101, Σοφ. Ο. Τ. 913. 2) ἐπὶ σπονδῶν, Αἰσχύλ. Χο. 95· πρβλ. στέφω ΙΙ. 3. -Καθ’ Ἡσύχ.: «στεφέα· στεφῶνες, ἐν Ὀποῦντι τόπος στεφάνων (Στεφανών;) καλεῖται» Ἡσύχ.