πολυμνήστη

From LSJ
Revision as of 11:16, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_9)

καὶ νῦν ἀτεχνῶς ἐθέλω παρέχειν ὅ τι βούλει σοι, πλὴν κωλακρέτου γάλα πίνειν → and now I want to provide you with absolutely anything you want, except paymaster's milk to drink

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυμνήστη Medium diacritics: πολυμνήστη Low diacritics: πολυμνήστη Capitals: ΠΟΛΥΜΝΗΣΤΗ
Transliteration A: polymnḗstē Transliteration B: polymnēstē Transliteration C: polymnisti Beta Code: polumnh/sth

English (LSJ)

ἡ, (μνάομαι) = foreg., Od.4.770, 14.64, 23.149:—later in form πολύ-μνηστος,

   A κούρη Nonn.D.42.497; πολυμνάστοιο . . Τίσιδος AP6.274 (Pers.).

German (Pape)

[Seite 666] ἡ, die viel umfrei'te, von Vielen zur Ehe begehrte; γυνή, Od. 14, 64, vgl. 4, 770. 23, 149. – Das masc. scheint nur als nom. propr. vorzukommen.

Greek (Liddell-Scott)

πολυμνήστη: ἡ, (μνάομαι) ἡ ὑπὸ πολλῶν ζητούμενη εἰς γάμον, Ὀδ. Δ. 770, Ξ. 64, Ψ. 149 ὡσαύτως μετὰ καταλήξεως ἀρσ., πολυμνήστοιο Τίσιδος Ἀνθ. Π. 6. 274. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πολυμνήστην· ἀγαθήν, σώφρονα».