δημώδης

From LSJ
Revision as of 11:25, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_7)

Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeralboth memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δημώδης Medium diacritics: δημώδης Low diacritics: δημώδης Capitals: ΔΗΜΩΔΗΣ
Transliteration A: dēmṓdēs Transliteration B: dēmōdēs Transliteration C: dimodis Beta Code: dhmw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A popular: μουσική, σωφροσύνη, in the popular sense, Pl.Phd.61a, Lg.710a; ἀρεταὶ καὶ κακίαι Phld.Rh. 1.217 S.; hackneyed, κοινὰ καὶ δ. ὀνόματα Longin.40.2; στιχίδια Plu. Per.30, cf. Ael.VH3.3; λόγος ib.3.45; τὸ δ. πλῆθος, of civilians, opp. στρατιωτικοί, Hdn.1.4.8, cf. 1.15.7; of a prostitute, common, AP7.345. Adv. -δῶς Apollon.Cit.1.

German (Pape)

[Seite 565] ες, 1) volksmäßig, gewöhnlich; μουσική, Plat. Phaed. 61 a; σωφροσύνη, Legg. IV, 710 a u. Sp.; von Personen, zum Volke gehörig, Sp.; auch = gemein, in sittlicher Beziehung, von einer Frau, Aeschrio (VII, 345); vgl. Heliod. 3, 3. – 2) allgemein bekannt, Plut. Sol. 8; στιχίδια, neben περιβόητος, Pericl. 30; u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δημώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ἐκ τοῦ λαοῦ, εἰς τὸν λαὸν ἀρέσκων, μουσικὴ Πλάτ. Φαίδωνι 61Α· σωφροσύνη ὁ αὐτ. Νόμ. 710Α· στιχίδια Πλούτ. Περικλ. 30· λόγος Αἰλ. Π. Ἱστ.3. 45·-τὸ δ. πλῆθος, ὁ κοινότατος ὄχλος, Ἡρῳδιαν. 1. 4· ― ἐπὶ πόρνης, δημοσία, Ἀνθ. Π. 7. 345.― Ἐπίρρ. -δῶς, Ὠριγέν. κ. Κέλσου 2. 434.