ὀνητός
From LSJ
νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)
English (LSJ)
ή, όν, (ὀνίνημι)
A profitable, beneficial, Suid. II ὀνητά· μεμπτά, Hsch. (fort. ὀνοστά).
German (Pape)
[Seite 347] 1) nützlich, nutzbar, Suid. erklärt ἀπολαυστός. – 2) (ὄνομαι) tadelhaft, Hesych. μεμπτός.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνητός: -ή, -όν, (ὀνίνημι) ὠφέλιμος, ἐπωφελής, Σουΐδ. ΙΙ. ἀντὶ τοῦ ὀνοτός, ἐπονείδιστος (εἰ ἡ γραφὴ ἔχει καλῶς), Ἡσύχ.