ἄρθρωσις
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
English (LSJ)
ἀρθρώσεως, ἡ,
A jointing, compact connection, prob. in Str.2.1.30, cf. Ph.2.408.
2 articulation, of speech, Phld.D. 3.14, cf. Po.994.6.
Spanish (DGE)
ἀρθρώσεως, ἡ
articulación ἀρθρώσει τινὶ καὶ τύπῳ σημειώδει Str.2.1.30, ref. a la voz ἐκ τῆς ἀρθρώσεως Phld.Po.A 6.10, κατὰ τὰς ἀρθρώσεις Phld.D.3.14.11
•fig. ἄρθρωσις λογική Ph.2.408.
German (Pape)
[Seite 350] ἡ, Vergliederung, Strab. nach Cor. Emend.
Greek Monolingual
η (AM ἄρθρωσις) αρθρώνω
σφιχτή σύνδεση, συναρμογή των μερών συνόλου
νεοελλ.
1. συναρμογή των οστών για σχηματισμό του σκελετού, κλείδωση
2. συνένωση φθόγγων με ορισμένη σειρά για δημιουργία έναρθρου λόγου.