ἀποθηλύνω
δωρεὰν ἐλάβετε, δωρεὰν δότε → you have taken freely; give freely
English (LSJ)
A make effeminate, enervate, Plu.Ant.53; weaken, τὰς ὀσμάς Thphr. De Odoribus 66; ἄκρατον Plu.2.692d:—Pass., Clearch.6.
II produce female plants, Thphr. HP 7.4.3.
Spanish (DGE)
1 afeminar fig. debilitar τὸν ἄνθρωπον Plu.Ant.53, τὰς ὀσμάς Thphr.Od.66, τὸν ἄκρατον Plu.2.692c
•en v. med.-pas. afeminarse, relajarse τὰς ψυχὰς ἀποθηλυνθέντες ἠλλάξαντο τὸν τῶν γυναικῶν βίον Clearch.43a, τοὺς ... ἀνθρώπους οὐκ ἐβούλοντο ... ἀποθηλύνεσθαι Plb.32.13.6.
2 en v. med.-pas. nacer femenina de plantas, Thphr.HP 7.4.3.
German (Pape)
[Seite 303] weibisch machen, τὰς ψυχὰς ἀποθηλυνθέντες Ath. XII, 515 f; mildern, οἶνον.
French (Bailly abrégé)
part. ao. Pass. ἀποθηλυνθείς;
1 efféminer;
2 affaiblir (du vin).
Étymologie: ἀπό, θηλύνω.
Russian (Dvoretsky)
ἀποθηλύνω:
1 изнеживать, расслаблять (τὸν ἄνθρωπον Plut.);
2 ослаблять, разбавлять (τὸν ἄκρατον Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποθηλύνω: ἐκθηλύνω, ἐκνευρίζω, ἐκλύω, Πλουτ. Ἀντών. 53. - Παθ., Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 515F: ― μεταφ. ἐπὶ φυτῶν, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 7. 4, 3, κτλ. ἐπὶ οἴνου Πλούτ. 2. 692D.
Greek Monolingual
ἀποθηλύνω (Α)
1. εκθηλύνω κάποιον, τον καθιστώ θηλυπρεπή
2. εξασθενίζω, μετριάζω
3. παράγω φυτά με θηλυκά άνθη.
Greek Monotonic
ἀποθηλύνω: [ῡ], μέλ. -ῠνῶ, εκθηλύνω, απονευρώνω, εξασθενώ, σε Πλούτ.
Middle Liddell
to make effeminate, enervate, Plut.
Translations
feminize
Arabic: أَنَّثَ; Catalan: feminitzar; Finnish: naisellistaa; French: féminiser; Galician: feminizar; German: feminisieren, verweiblichen; Greek: εκθηλύνω; Ancient Greek: ἀποθηλύνω, γυναικόω, γυναικῶ, διαθηλύνω, ἐκθηλύνω, καταμαλακίζω, παραθηλύνω; Hungarian: nőiessé tesz; Italian: femminilizzare; Korean: 여성화(女性化)하다; Polish: feminizować, sfeminizować, ukobiecać, ukobiecić; Portuguese: feminizar; Spanish: feminizar