πριαπισμός

From LSJ
Revision as of 12:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

τὰ σῦκα σῦκα, τὴν σκάφην δὲ σκάφην ὀνομάζειν → call a spade a spade | speak the truth | speak straight from the shoulder | give it straight from the shoulder | give the straight goods | not to mince matters | not to mince words | not mince words | call things by their right names | call a spade a spade and a shovel a shovel | call a shovel a shovel | call a spade a spade, not a big spoon

Source

German (Pape)

[Seite 700] ὁ, Nachahmung des Priapus, Geilheit, bes. das stete Aufrechtstehen des männlichen Gliedes, Galen.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
1. κατάσταση συνεχούς γενετήσιου οργασμού και, ιδίως, συχνή ή συνεχής στύση του ανδρικού αιδοίου
2. (κατ' επέκτ.) λαγνεία
νεοελλ.
ιατρ. επίμονη και επώδυνη στύση του πέους χωρίς να συνοδεύεται από σεξουαλική διέγερση ή επιθυμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πριαπίζω. Τη λ. δανείστηκαν οι ξένες γλώσσες, πρβλ. αγγλ. priapism].