νόμισις
From LSJ
ἐν γὰρ χερσὶ τέλος πολέμου, ἐπέων δ' ἐνὶ βουλῇ → War finds its end in arms, words find their end in debate (Iliad 16.630)
English (LSJ)
εως, ἡ, (νομίζω)
A belief, opinion, ἡ ἀνθρωπεία τῶν ἐς τὸ θεῖον νόμισις the established belief about the Deity, Th.5.105; παρρησία τῆς ν. D.C.37.17.
German (Pape)
[Seite 261] ἡ, das herkömmliche Meinen, die herkömmliche Ansicht, der Brauch, ἔξω τῆς εἰς τὸ θεῖον νομίσεως, Thuc. 5, 105; vgl. Lob. Phryn. 351 und νομίζω.
Greek (Liddell-Scott)
νόμῐσις: ἡ, (νομίζω0 ὅπερ νομίζει ἢ πιστεύει τις, ὅπερ δόξῃ ἡγεῖται, δηλ. πίστις, ἡ ἀνθρωπεία εἰς τὸ θεῖον νόμισις, ἡ καθιερωμένη πίστις εἰς τὸ θεῖον, Θουκ. 5. 105.