ἐκβιάζω

From LSJ
Revision as of 11:24, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_5)

ἐγὼ δ' ἀνάγκῃ προύμαθον στέργειν κακά → I have been slowly schooled by necessity to endure misery

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκβῐάζω Medium diacritics: ἐκβιάζω Low diacritics: εκβιάζω Capitals: ΕΚΒΙΑΖΩ
Transliteration A: ekbiázō Transliteration B: ekbiazō Transliteration C: ekviazo Beta Code: e)kbia/zw

English (LSJ)

   A to force out, dislodge, expel, prob.f.l. for -βιβάζω in Plu. 2.243d, 662a; also χεῖρα κατά τινος lay violent hands on, Lib.Decl.40.1 (s.v.l.):—elsewh. in Med. (fut. -βιάσομαι Men.Pk.252), Thphr.HP 8.10.4, PSI4.340.16 (iii B.C.), Plb.18.23.4 ; δίψαν Plu.2.584e :— Pass., τόξον χειρῶν ἐκβεβιασμένον the bow forced from mine hands, S. Ph.1129(lyr.); ἐκβιασθέντες forced from their position, Plb.1.28.6, cf. Plu.Thes.27, etc.: rare in pres., τοὺς ἐκβιαζομένους Id.Alex.60.    2 Med., constrain, Hdn.2.3.4 : c. inf., ἐ. τινὰ ὑπακοῦσαι Id.2.2.5 ; ἐς τὸ γράφειν Eun.Hist.p.216 D.:—Pass., τούτους ἀνελεῖν -βιασθήσομαι Lib.Decl.40.14.    II Med., project with force, Arist.Aud.800b12 : metaph., exploit to the full, τὴν τόλμαν Eun.Hist.p.258D.    2 press upon, ὅταν ἐκβιάσηται τὰ σπλάγχνα [ἡ ὑστέρη] Aret.SA2.11.    III Pass., to be expressed in a forced, elaborate way, of works of art, Plu. Tim.36.    IV in argument, insist, c. acc. et inf., Phld.Rh.1.74 S.

German (Pape)

[Seite 754] mit Gewalt heraustreiben, verdrängen, τινός, Plut. Symp. 4, 1, 2 a. E., l. d. Sonst med., Pol. 18, 6, 4; Plut. u. a. Sp.; bedrängen, Hdn. 3, 4, 11. – Das pass. hat Soph., ὦ τόξον χειρῶν ἐκβεβιασμένον, mit Gewalt aus den Händen gerissen, Phil. 1114; ἐκβιασθέντες (gedrängt) εἰς φυγὴν ὥρμησαν Pol. 1, 28, 6; vgl. Plut. Thes. 27; ἐκβεβιασμένα καὶ κατάπονα (ζωγραφἠματα), mit Mühe u. Anstrengung gearbeitet, Timol. 36; Alex. 60 das part. praes. pass.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκβιάζω: διὰ τῆς βίας ἐκβάλλω, ἀποδιώκω, Πλούτ. 2. 243, κτλ.· ἀλλὰ τὸ πλεῖστον κατὰ μέσ. τύπον, Πολύβ. 18. 6, 4, Πλούτ. 2. 584Ε, κτλ. ― Παθ., τόξον χειρῶν ἐκβεβιασμένον, τόξον, διὰ τῆς βίας ἀφαιρεθὲν ἐκ τῶν χειρῶν μου, Σοφ. Φ. 1129· ἐκβιασθέντες, διὰ τῆς βίας διωχθέντες ἐκ τῆς ἑαυτῶν θέσεως, Πολύβ. 1. 28, 6, πρβλ. Πλουτ. Θησ. 27, κτλ.· σπανιώτερον κατ’ ἐνεστ., τοὺς ἐκβιαζομένους ὁ αὐτ. Ἀλέξ. 60. ΙΙ. Μέσ., ῥίπτω πόρρω, κάμνω τι νὰ ὑπάγῃ μακράν, ἐκβιάζεσθαι δὲ οὐ δύναται πόρρω τὸ πληγὲν Ἀριστ. π. Ἀκουστῶν 9. ΙΙΙ. Παθ., γίνομαι ἢ παρίσταμαι κατὰ τρόπον οὐχὶ ἀφελῆ καὶ φυσικόν, ἐπὶ ἔργων τέχνης, τὰ Διονυσίου ζωγραφήματα τῶν Κολοφωνίων, ἰσχὺν ἔχοντα καὶ τόνον, ἐκβεβιασμένοις καὶ καταπόνοις ἔοικε Πλουτ. Τιμολ. 36· ἴδε Μυλλέρου Ἀρχαιολ. τῆς τέχνης § 135.―Ὁ τύπος ἐκβιάομαι εὕρηται ἐν Ἱππ. περὶ Τέχνης 7, ἐν τέλει.