πηλακισμός
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
English (LSJ)
ὁ, etym. of προπηλακισμός, Suid.
German (Pape)
[Seite 610] ὁ, = dem gebräuchlichern προπηλακισμός, E. M. 669, 49.
Greek Monolingual
ὁ, Α πηλακίζω
ο προπηλακισμός, η ρίψη λάσπης εναντίον κάποιου.