ἐξηγητικός

From LSJ
Revision as of 07:22, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξηγητικός Medium diacritics: ἐξηγητικός Low diacritics: εξηγητικός Capitals: ΕΞΗΓΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: exēgētikós Transliteration B: exēgētikos Transliteration C: eksigitikos Beta Code: e)chghtiko/s

English (LSJ)

ἐξηγητική, ἐξηγητικόν,
A of narrative or for narrative, Diom. p.428K.: Comp. Adv. ἐξηγητικώτερον Antig.Mir.60.
2 explanatory, Hermog.Id.1.6, Alex. Aphr. in Metaph.358.13, S.E. M.9.132, etc. Adv. ἐξηγητικῶς = in the form of a narrative, in an explanatory way, ib.7.28.
II ἐξηγητικά (sc. βιβλία), τά, title of work on religious rites by Anticlides, Plu.Nic.23: ἐξηγητικόν, τό, work by Timosthenes, Sch.A.R.3.847.

German (Pape)

[Seite 880] ή, όν, erklärend, auslegend, Schol. oft; Plut. Nic. 23 u. sonst τὰ ἐξηγητικά, Bücher um Erklären der Wunderzeichen.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre à raconter ou propre à expliquer : τὰ ἐξηγητικά (βιβλία) PLUT traités de l'interprétation des songes.
Étymologie: ἐξηγέομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐξηγητικός: разъясняющий, истолковывающий Sext.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξηγητικός: -ή, -όν, ὁ περὶ τὴν ἐξήγησιν, ἑρμηνευτικός, περ’ τῶν μερῶν τῆς γραμματικῆς, Α. Β. 659, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 847. ΙΙ ἐξηγητικὰ (ἐνν. βιβλία), τά, βιβλία περὶ ἑρμηνείας οἰωνῶν, Πλουτ. Νικ. 23: - Ἐπίρρ. -κῶς, ἑρμηνευτικῶς, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 28.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐξηγητικός, -ή, -όν) εξηγητής
ερμηνευτικός, διασαφητικός («εξηγητικά σχόλια»)
αρχ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διήγηση.

Greek Monotonic

ἐξηγητικός: -ή, -όν, ερμηνευτικός, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ἐξηγητικός, ή, όν
of or for interpretation, Plut.