ἐπιδιαθήκη
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
English (LSJ)
ἡ,
A additional will, codicil, J.AJ17.9.4. II. pledge, security, Lys.Fr.110 S.
German (Pape)
[Seite 937] ἡ, Zusatz zum Testament, Ios. Nach Harpocr. bei Lys. das Niederlegen eines Pfandes; s. ἐπιδιατίθημι.
Greek Monolingual
ἐπιδιαθήκη, ἡ (Α)
1. συμπληρωματική διαθήκη, κωδίκελλος
2. εγγύηση, ασφάλεια.