χερμαστήρ

From LSJ
Revision as of 20:04, 2 December 2024 by Spiros (talk | contribs)

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χερμαστήρ Medium diacritics: χερμαστήρ Low diacritics: χερμαστήρ Capitals: ΧΕΡΜΑΣΤΗΡ
Transliteration A: chermastḗr Transliteration B: chermastēr Transliteration C: chermastir Beta Code: xermasth/r

English (LSJ)

χερμαστῆρος, ὁ, slinger, ῥινὸς χερμαστήρ the leather of a sling, out of which the stone was thrown, †b.172 (Antip.Sid.), cf. Suid.

German (Pape)

[Seite 1350] ῆρος, ὁ, der Schleuderer, ῥινός, das Leder an der Schleuder, aus welchem die Steine geworfen werden, Antp. Sid. 105 (VII, 172).

French (Bailly abrégé)

ῆρος;
adj. m.
qui lance des pierres ; χερμαστὴρ ῥινός cuir propre à lancer des pierres, càd la fronde.
Étymologie: χερμάς.

Russian (Dvoretsky)

χερμαστήρ: ῆρος adj. m служащий для метания камней: χ. ῥινός Anth. камнеметательный ремень, ременная праща.

Greek (Liddell-Scott)

χερμαστήρ: ῆρος, ὁ, ὁ ῥίπτων τὰ χέρματα, χ. ῥινός, τὸ δέρμα σφενδόνης, ἐφ’ οὗ ὁ λίθος ἐπετίθετο καὶ ἐρρίπτετο, Ἀνθ. Παλατ. 1. 172, πρβλ. Σουΐδ.

Greek Monolingual

-ῆρος, ὁ, Α
(για το λουρί της σφεντόνας) αυτός που εξακοντίζει τις πέτρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χερμάζω + κατάλ. -τήρ].

Greek Monotonic

χερμαστήρ: -ῆρος, ὁ, σφενδονιστής, χερμαστὴρ ῥινός, δέρμα σφεντόνας, στο οποίο τοποθετείται και εκτοξεύεται η πέτρα, σε Ανθ.

Middle Liddell

χερμαστήρ, ῆρος, ὁ,
a slinger, χ. ῥινός the leather of a sling, out of which the stone was thrown, Anth.

Translations

slinger

Catalan: foner, fonera; Czech: vazač; French: frondeur; German: Schleuderer; Greek: σφενδονιστής; Ancient Greek: σφενδονήτης, σφενδονάτας, σφενδονιστής; Latin: fundibalarius, funditor; Persian: قلاب‌سنگ‌دار; Polish: procarz; Portuguese: fundeiro, fundibulário; Spanish: hondero; Turkish: sapancı