σκάζω
ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death
English (LSJ)
only pres. and impf.,
A limp, halt, Il.19.47; ἐκ πολέμου 11.811, cf. Com.Adesp.610, Plu.2.317e: metaph., ἀκέσασθαι τὸ σκάζον make good the damage, Men.Prot.p.22 D.; ὁρῶ τὰ ἡμέτερα σκάζοντα, of parasites, Alciphr.3.50; σ. ἀμφοτέροις ἡ κρίσις Chor. in Rh.Mus. 49.504; πρὸς τὴν θεραπείαν Luc.Merc.Cond.39. II σκάζων, οντος, ὁ,= χωλίαμβος, the iambic verse of Hipponax, with a spondee in the last place, σκάζοντα μέτρα AP7.405 (Phil.). (Cf. Skt. kháñjati 'limp', Germ. hinken.)
German (Pape)
[Seite 887] 1) hinken, Il. 11, 811. 19, 47 u. Sp., Luc. merc. cond. 39, Plut. u. A. – 2) ὁ σκάζων, auch χωλίαμβος, der bes. von Hipponax gebrauchte jambische Hinkvers, ein vollkommner Trimeter, der aber statt des letzten Jambus einen Spondeus oder Trochäus hat; σκάζοντα μέτρα, Philp. 83 (VII, 405).
Greek (Liddell-Scott)
σκάζω: ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατατ., χωλαίνω, «κουτσαίνω», Ἰλ. Τ. 47· ἐκ πολέμου Λ. 811, πρβλ. Πλούτ. 2. 317Ε· μεταφορ., δόμος σκάζει, σαλεύεται, Ἀνθ. Π. 1. 2, 3· ὁρῶ τὰ ἡμέτερα σκάζοντα, ἐπὶ παρασίτων, Ἀλκίφρων 3. 50· σ. τῇ πίστει Ὠριγέν.· πρὸς τὴν θεραπείαν Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 39. ΙΙ. ὁ σκάζων καὶ χωλίαμβος, ὁ ἰαμβικὸς στίχος τοῦ Ἱππώνακτος, ὅστις ἦτο κανονικὸς τρίμετρος ἰαμβικός, ἔχων ὅμως ἐν τῷ τελευταίῳ ποδὶ σπονδεῖον ἢ τροχαῖον, σκάζοντα μέτρα Ἀνθ. Π. 7. 405. (Ἐκ τῆς √ΣΚΑΓ, πρβλ. Σανσκρ. (μετὰ ἐρρίνου) khanǵ khanǵ-âmi· Ἀρχ. Γερμ. hink-en). - Καθ’ Ἡσύχ.: «σκάζει· χωλεύει, χωλαίνει».