ἔμφρουρος
Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Bane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus
English (LSJ)
ον,
A on guard at a post, X.HG1.6.13. 2 liable to military duly (cf. φρουρά), opp. ἄφρουρος, Id.Lac.5.7. II Pass., held by garrisons, πόλεις ἐμφρούρους ποιεῖ Decr. ap. D.18.182, cf. Plb.2.41.10, etc. III shut up in, τῷ ταύρῳ Phalar.Ep.147.3; οἷον ἔ. kept as it were in prison, Longin.44.4, cf. Jul.ad Ath.272d.
German (Pape)
[Seite 820] 1) auf der Wache, zur Besatzung gehörig, οἱ ἔμφρουροι, die Besatzung, Xen. Hell. 1, 6, 13; noch zum Kriegsdienste verpflichtet, Ggstz ἄφρουρος, Lac. 5, 7. – 2) bewacht, mit Besatzung versehen; τὰς πόλεις ἐμφρούρους ἐποίει Dem. 18, 180, im Psephisma; Pol. 2, 41, 10, öfter, wie Folgde; – eingesperrt, ταύρῳ Phal. ep. 13.
Greek (Liddell-Scott)
ἔμφρουρος: -ον, ὁ φρουρῶν ἐν τόπῳ τινί· οἱ ἔμφρουροι, ἡ φρουρά, Ξεν. Ἑλλην. 1. 6, 13: ὑποχρεωμένος εἰς χρέη φρουρᾶς, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἄφρουρος, Schneid. Ξεν. Λακ. 5. 7. ΙΙ. παθ., ὁ ὑπὸ φρουράν, πόλεις ἐμφρούρους ποιεῖ Δημ. 289. 10, Πολύβ. 2. 41, 10, κτλ. ΙΙΙ. ἐγκεκλειμένος ἔν τινι, ἔμφρουροι τῷ ταύρῳ Φαλάριδος Ἐπιστ. 13, σ. 78, 58 Lenn.· οἷον ἔμφ., ὑπὸ τήρησιν, ὡς ἐν φυλακῇ, Λογγῖν. 44. 4.