αἰωρέω

From LSJ
Revision as of 10:05, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13b)

Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰωρέω Medium diacritics: αἰωρέω Low diacritics: αιωρέω Capitals: ΑΙΩΡΕΩ
Transliteration A: aiōréō Transliteration B: aiōreō Transliteration C: aioreo Beta Code: ai)wre/w

English (LSJ)

fut. Pass.

   A -ηθήσομαι D.C.41.1, (ἀπ-) Hp.Fract.14, but -ήσομαι Aristid. 2.289J.: aor. ᾐωρήθην (v. infr.): pf. ᾐώρημαι Opp. H.3.532: (ἀείρω):—lift up, raise, ὑγρὸν νῶτον αἰωρεῖ, of the eagle raismg his back and feathers, Pi.P.1.9; swing as in a hammock, αἰ. [γυναῖκα] ἐπὶ κλίνης φερομένην Hp.Mul.1.68, cf. Aret.CA1.4; τοὺς ὄφεις . . ὑπὲρ τῆς κεφαλῆς αἰωρῶν D.18.260.    2 hang, τινὰ ἐκ τοῦ ἀτράκτου Luc.JConf.4:—metaph., ᾐώρει . . ἐλπίς, ὅτι τὸν χάρακα αἱρήσουσι excited them to think that... App.BC2.81, cf. Plu. Brut. 37.—Never in good Att.    II more freq. in Pass., to be hung, hang, δέρματα περὶ τοὺς ὤμους αἰωρεύμενα Hdt.7.92; αἰωρουμένων τῶν ὀστῶν being raised, lifted, Pl.Phd. 98d; αἷμα ᾐωρεῖτο spouted up, Bion 1.25; ὁ ἥλιος ὑπὸ πνευμάτων αἰωρεῖται is tossed, carried to and fro, Diog.Oen.Fr.8.    2 swing, float in air, Pl.La.184a; hover, of birds, Arist.Mir.836a12; of a dream, S.El.1390(lyr.); oscillate, Pl. Phd.112b; of an army, αἰωρουμένης στρατιᾶς περὶ Μεσοποταμίαν Plu. Ant.28.    b take passive exercise, Gal. Thras. 23.    3 metaph., to be in suspense, ἐν κινδύνῳ to hang in doubt and danger, Th.7.77; αἰ. ἐν ἄλλοις depend upon... Pl.Mx.248a; αἰωρηθεὶς ὑπὲρ μεγάλων playing for a high stake, Hdt.8.100; αἰ. τὴν ψυχήν X.Cyn.4.4; τὸ μὴ -ούμενον τῆς ψυχῆς Epicur.Nat.22G.    4 Pass., to be held in suspense, threatened, ἀπαιδίας πρὸς τιμωρίαν -ουμένης Chor.p.71.3B.

Greek (Liddell-Scott)

αἰωρέω: μέλλ. -ήσω: παθ. μέλλ. -ηθήσομαι, Δίων Κ. 41.1· ἀλλὰ -ήσομαι, Ἀριστείδ. σ. 479: - ἀόρ. ᾐωρήθην, (ἰδὲ κατωτ.): πρκμ. ᾐώρημαι, Ὀππ. Ἁλ. 3. 532 (ἀείρω). Ἐγείρω, ὑψώνω, μετεωρίζω, ὑγρὸν νῶτον αἰωρεῖ, ἐπὶ ἀετοῦ ἐγείροντος τὰ νῶτα καὶ τὰ πτερὰ αὐτοῦ, Πινδ. Π. 1. 17: κινῶ ὡς ἐν αἰώρᾳ (κούνιᾳ), αἰωρέειν [γυναῖκα] ἐπὶ κλίνης φερομένην, Ἱππ. 617· πρβλ. Ἀρεταῖ. Θερ. Ὀξ. Παθ. 1. 4· τοὺς ὄφεις ... ὑπὲρ τῆς κεφαλῆς αἰωρῶν, Δημ. 313. 26: - πρβλ. ἐωρέω. 2) ἐξαρτῶ, καὶ σὲ ... αἰωροῦσα ἐκ τοῦ ἀτράκτου, Λουκ. Ζεὺς Ἐλεγχόμ. 4, πρβλ. Πλουτ. Βροῦτ. 37: - μεταφ., ᾐώρει ... ἐλπίς, ὅτι τὸν χάρακα αἱρήσουσι, = ἀνεπτέρου αὐτοὺς ἡ ἐλπὶς ὅτι ..., Ἀππ. Ἐμφ. 2. 81: - οὐδέποτε παρὰ τοῖς δοκίμοις Ἀττ. ΙΙ. συχνότερον κατὰ παθητ. = ἐξαρτῶμαι, κρέμαμαι, δέρματα περὶ τοὺς ὤμους αἰωρούμενα, Ἡρόδ. 7. 92· χρὴ οὖν ἐν ταινίῃ ... τὸ πλεῖστον τοῦ πήχεος καὶ τὸν καρπὸν τῆς χειρὸς ὁμαλῶς αἰωρέεσθαι, Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 757· αἰωρουμένων τῶν ὀστῶν, ὑψουμένων, ἐγειρομένων, Πλάτ. Φαίδων 98D· αἷμα ᾐωρεῖτο, ἐξεχύνετο, ἀνέβλυζε, Βίων 1. 25. 2) κρέμαμαι, ἐξηρτημένος ἀπό τινος, κινοῦμαι ἐν τῷ ἀέρι, Πλάτ. Λάχ. 184Α, Ἀριστ. Θαυμ. 79: πέτομαι πέριξ, περιπλανῶμαι, ἐπὶ ὀνείρου, Σοφ. Ἠλ. 1390, πάλλομαι, δονοῦμαι ἐν τῷ ἀέρι, Πλάτ. Φαίδων 112Β. 3) μεταφ., εἶμαι μετέωρος, Λατ. suspensus esse· ἐν κινδύνῳ = εἶμαι μετέωρος, ἐν ἀμφιβολίᾳ καὶ κινδύνῳ, Θουκ. 7. 77· αἰωρ. ἐν ἄλλοις, ἐξαρτῶμαι ἐξ ἄλλ., Λατ. pendere ab aliquo, Πλάτ. Μενέξ. 248Α· αἰωρηθεὶς ὑπὲρ μεγάλων, διακινδυνεύσας διὰ μεγάλα πράγματα, Ἡρόδ. 8.100· αἰωρ. τὴν ψυχήν, Ξεν Κυν. 4, 4.