ἔνρυθμος
ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.
English (LSJ)
ον,
A of rhythm, αἴσθησις Pl.Lg.654a; possessing rhythm (opp. εὔρυθμος), D.H.Comp.11; διάλεκτος Ephor.6 J.; opp. ἔκρυθμος, S.E.M.11.186. Adv. -μως Ath.5.179f, 14.631b (prob.).
German (Pape)
[Seite 851] in, nach dem Rhythmus od. Takt, taktmäßig; καὶ ἐναρμόνιος αἴσθησις Plat. Legg. II, 654 a; Sp.; öfter mit der v. l. εὔρυθμος, von dem es D. Hal. C. V. p. 136 unterscheidet, wo Schäfer zu vgl. Bei Ath. V, 179 f ἐῤῥύθμως.
Greek (Liddell-Scott)
ἔνρυθμος: -ον, ὁ ἐν ῥυθμῷ, ὁ ἔχων χρονικὸν ῥυθμόν, Πλάτ. Νόμ. 654Α˙ ὡσαύτως ἐπὶ τῆς ἐκφωνήσεως τῶν λέξεων, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ εὔρυθμος, Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 11, περὶ τὸ τέλ.˙ ἀλλαχοῦ ἔρρυθμος. - Ἐπίρρ. -μως, Ἀθήν. 179F, 631B.