πολυσπερής

From LSJ
Revision as of 11:25, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_7)

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυσπερής Medium diacritics: πολυσπερής Low diacritics: πολυσπερής Capitals: ΠΟΛΥΣΠΕΡΗΣ
Transliteration A: polysperḗs Transliteration B: polysperēs Transliteration C: polysperis Beta Code: polusperh/s

English (LSJ)

ές, (σπείρω)

   A wide-spread, spread over the earth, ἄνθρωποι Il.2.804, Od.11.365; Ὠκεανῖναι Hes.Th.365; φήμη Theodect.16; συνόδοντες Opp.H.3.577; Boeot. pl. πολουσπερίες Corinn.Supp.2.63.    II fruitful, καμασῆνες Emp.74.

German (Pape)

[Seite 673] ές, weit ausgesäet, weit ausgebreitet; ἄνθρωποι, Il. 2, 804, wie πολλοὺς βόσκει γαῖα πολυσπερέας ἀνθρώπους Od. 11, 365; Ὠκεανῖναι, zahlreich, Hes. Th. 365. – Auch akt., weit umher zerstreuend, verbreitend, Empedocl. 235.

Greek (Liddell-Scott)

πολυσπερής: -ές, (σπείρω) πολυσπερέων ἀνθρώπων, «ἐπὶ πολλὰ μέρη τῆς γῆς διεσπαρμένων, πολυγενῶν» (Σχόλ.), Ἰλ. Β. 804, Ὀδ. Λ. 365· Ὠκεανῖναι Ἡσ. Θ. 365· πολυσπερὴς καθ’ Ἑλλάδα φήμη πλανᾶται, εἰς πολλὰ μέρη τῆς Ἑλλάδος διεσπαρμένη, διαδιδομένη, Θεοδέκτ. παρὰ Στοβ. σ. 105, 25, κλπ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πολυσπερέων· πολυεθνῶν». ΙΙ. καρποφόρος, γόνιμος, καμασῆνες Ἐμπεδ. 256.