δένδρον
Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat
English (LSJ)
A v. δένδρεον.
German (Pape)
[Seite 546] τό, Baum; in att. Prosa die gew. Fom, s. δένδρεον u. δένδρος.
Greek (Liddell-Scott)
δένδρον: τό, Ἐπ. καὶ Ἰων. δένδρεον (ὃ ἴδε)· οἱ Ἴωνες καὶ ἐνίοτε οἱ Ἀττ. συγγραφεῖς μεταχειρίζονται τύπους σχηματιζομένους ὡς ἐξ ὀνομαστικῆς δένδρος, εος, τό, ὃπερ εἶναι σπάνιον κατ’ ὀνομαστ. καὶ αἰτιατ. (Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 546. 7, Ἡρόδ. 6. 79), ἀλλὰ συχνὸν ἐν τῇ δοτ. ἑνικ. δένδρει· τῇ ὀνομ. καὶ αἰτιατ. πληθ. δένδρεα, συνῃρ. δένδρη, Εὐρ. Ἀποσπ. 488, Ἀντιφ. Πέρσ. 1. 9· γεν. δενδρέων· δοτ. δένδρεσι, ὃπερ εἶναι συνηθέστερον τοῦ δένδροις ἔτι καὶ παρ’ Ἀττ. πεζοῖς, π.χ. Θουκ. 2.75, Πλάτ. Νόμ. 625Β· (ἴδε δρῦς)· ―ὡς παρ’ ἡμῖν, δένδρον, Ὅμ. (ἐν τῷ τύπῳ δένδρεον), κτλ.· δένδρον ἐλάας, ἐλαία, ἐλαιόδενδρον, Ἀριστοφ. Ὄρν. 617· δένδρα, ὀπωροφόρα ἢ κάρπιμα δένδρα (κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ὕλη, ξυλεία, Ἡρόδ. 1. 193, Θουκ. 2. 75., 4. 96· δ. ἥμερα καὶ ἄγρια Ἡρόδ. 8. 115· αὖον δ., ξύλον, ῥάβδος, Καλλ. Ἀποσπ. 39.