παρεπίδημος
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
ον,
A sojourning in a strange place, esp. as Subst., LXX Ge. 23.4, PPetr.3 P.14 (iii B. C.), Callix.2, Plb. 32.6.4, etc.
German (Pape)
[Seite 517] auf kurze Zeit, mit Andern an einem fremden Orte anwesend; Pol. 32, 22, 4; LXX. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παρεπίδημος: -ον, ὁ παρεπιδημῶν ἐν ξένῳ τόπῳ, διατρίβων προσωρινῶς, Πολύβ. 32. 22, 4, Ἀθήν. 196Α, Ἑβδ. (Γεν. ΚΓ΄, 4).