εὔκερως
From LSJ
Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλος ὁ χρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.
English (LSJ)
ων, contr. for
A εὐκέραος, ἄγρα S.Aj.64; [τράγος] Herod. 8.17: neut. pl., τὰ εὔκερω Max.Tyr.35.7: acc. pl. εὐκέρωτας Gp.18.1.3:—poet. ἠΰκερος, Μήνη Doroth. ap. Heph.Astr.3.30.
German (Pape)
[Seite 1074] ωτος, wohl gehörnt, ἄγρα Soph. Ai. 64. 290, beidemal im accus., s. ἠΰκ. u. εὐκέραος.
Greek (Liddell-Scott)
εὔκερως: -ων, συνῃρ. ἀντὶ εὐκέραος· γεν. εὐκέρωτος Γεωπ. 18. 1, 3.