συμπνίγω

From LSJ
Revision as of 11:20, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_3)

ἂν βούλησθε ἀκούειν καί μοι περιουσία ᾖ τοῦ ὕδατος → if you care to hear and if the water in the water-clock holds out, if you care to hear and if I have time enough for speaking

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπνίγω Medium diacritics: συμπνίγω Low diacritics: συμπνίγω Capitals: ΣΥΜΠΝΙΓΩ
Transliteration A: sympnígō Transliteration B: sympnigō Transliteration C: sympnigo Beta Code: sumpni/gw

English (LSJ)

[ῑ],

   A press closely, of crowds, τινα Ev.Luc.8.42; σ. τὸ σπέρμα choke it, Ev.Marc.4.7: metaph., σ. τὸν λόγον Ev.Matt.13.22, cf. Ev.Luc.8.14 :—Pass., δένδρα συμπνιγόμενα Thphr.CP6.11.6; οἱ ἄνθρακες συμπνίγονται are damped down, Sch.Ar.Nu.96.    2 in Pass., to be drowned, of the Gadarene swine, Porph.Chr.49.

German (Pape)

[Seite 988] (s. πνίγω), durch Zusammendrücken ersticken, erwürgen, auch allgemeiner, bedrängen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συμπνίγω: [ῑ], πνίγω, πιέζω, ἰσχυρῶς συνθλίβω, οἱ ὄχλοι συνέπνιγον (διάφ. γραφ. συνέθλιβον) αὐτὸν Εὐαγγ. κ. Λουκ. η΄, 42· συνέπνιξαν αὐτὸ (δηλ. τὸ σπέρμα), συνέθλιψαν καὶ ἐκώλυσαν τὴν αὔξησιν αὐτοῦ, Εὐαγγ. κ. Μάρκ. 4. 7· ― μεταφ., ἡ ἀπάτη τοῦ πλούτου συμπνίγει τὸν λόγον Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιγ΄, 22, πρβλ. Λουκ. 8. 14. ― Παθ., δένδρα συμπνιγόμενα Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 11, 6.