ἀρχαιρεσία

From LSJ
Revision as of 09:37, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_9)

Χειμὼν κατ' οἴκους ἐστὶν ἀνδράσιν γυνή → Mulier marito saeva tempestas domi → Als ein Gewitter tobt im Haus dem Mann die Frau

Menander, Monostichoi, 540
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρχαιρεσία Medium diacritics: ἀρχαιρεσία Low diacritics: αρχαιρεσία Capitals: ΑΡΧΑΙΡΕΣΙΑ
Transliteration A: archairesía Transliteration B: archairesia Transliteration C: archairesia Beta Code: a)rxairesi/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ, (αἵρεσις)

   A election of magistrates, ἀ. συνίζει an election is held, Hdt.6.58: mostly in pl., Pl.Lg.752c, X.Mem. 3.4.1, Is.7.28, Arist.Pol.1281b33, etc.    II later neut.

German (Pape)

[Seite 364] ἡ, bei Her. 6, 58, die gewählte Obrigkeit; sonst plur. Beamtenwahl, Plat. Legg. VI, 652 c; Xen. Mem. 3, 4, 1; Pol. 4, 37. 2 u. öfter, comitia.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρχαιρεσία: ἡ, (αἵρεσις) ἡ ἐκλογὴ ἀρχόντων, ἀρχ. συνίζει, συνέλευσις πρὸς ἐκλογὴν γίνεται, Ἡρόδ. 6. 58· ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., ὡς ἐν Πλάτ. Νόμ. 752C, Ξεν. Ἀπομν. 3. 4, 1, Ἰσαίῳ 66, Ἀριστ. Πολ. 3. 11, 8, κλ.· δι’ αὐτῆς μετεφράζετο συνήθως ἡ Λατιν. λέξις comitia, Πολύβ. 3. 106, 1, κτλ. ΙΙ. παρὰ μεταγεν. πεζοῖς καὶ κατ’ οὐδ. τύπον, ἀρχαιρέσια, τὰ, Πολύβ. 4. 67, 1, Διον. Ἁλ. 6. 89, 8. 90, κτλ.· ἴδε Μοῖρ. σ. 11.