τέραμνον

From LSJ
Revision as of 10:05, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_8)

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τέραμνον Medium diacritics: τέραμνον Low diacritics: τέραμνον Capitals: ΤΕΡΑΜΝΟΝ
Transliteration A: téramnon Transliteration B: teramnon Transliteration C: teramnon Beta Code: te/ramnon

English (LSJ)

or τέρεμνον, τό, a word used esp. by E., but only in pl. and always (except once,

   A τέραμνά τ' οἴκων Hipp.418) in lyr. passages, chamber, house, like μέλαθρα, τ. ἀπὸ νυμφιδίων Hipp.768; παστάδων ὑπὲρ τ. Or.1371; Περγάμων . . καταίθεται τ. Tr.1296; ἐξ Ἀΐδα τεράμνων Alc.457; ἐπὶ Πυθίοις τ. Hipp.536; ὑπὲρ τέραμνα Ph. 333: dat. sg. τεράμνῳ Maiist.12: also in late Prose, τέρεμνα Artem. 2.10. [-εμνα Or.1371 codd. ALP, Ph.333 codd. VA, Hipp.418 codd. exc. L, which has -α-: Maiist. l.c. corroborates the spelling -αμνον.]
τέραμνον· ἁπαλόν, ἑψανόν, Phot., Suid.

German (Pape)

[Seite 1092] τό, = Folgdm; Eur. Alc. 459 Phoen. 335; οἰνοπλῆγα, Ant. Sid. 29 (IX, 323).

Greek (Liddell-Scott)

τέραμνον: ἢ τέρεμνον, τό, λέξις ἐν χρήσει παρ’ Εὐρ., ἀλλὰ μόνον ἐν τῷ πληθ. καὶ ἀεὶ (πλὴν ἅπαξ, τέραμνά τ’ οἴκων Ἱππ. 418) ἐν λυρικοῖς χωρίοις, θάλαμος, οἴκημα, οἶκος, ὡς τὸ μέλαθρα, Λατ. tecta, τ. ἀπὸ νυμφιδίων Ἱππ. 768· παστάδων ὑπὲρ τ. Ὀρ. 1371· περγάμων... καταίθεται τ. Τρῳ. 1296· ἐξ Ἁΐδα τεράμνων Ἄλκ. 457· ἐπὶ Πυθίοις τ. Ἱππ. 536· ὑπὲρ τέραμνα Φοίν. 333. - Ὁ Δινδ. πανταχοῦ ἔχει ἐπανορθώσῃ τὸν εἰς α τύπον. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τέραμνοι· στεγανοὶ (οὕτω) σκιαί. σκηνώματα», καὶ «τέραμνος· κυψέλη».