ἀνδρείκελος

From LSJ
Revision as of 10:58, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_16)

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνδρείκελος Medium diacritics: ἀνδρείκελος Low diacritics: ανδρείκελος Capitals: ΑΝΔΡΕΙΚΕΛΟΣ
Transliteration A: andreíkelos Transliteration B: andreikelos Transliteration C: andreikelos Beta Code: a)ndrei/kelos

English (LSJ)

ον,

   A like a man, εἴδωλα D.H.1.38; διατύπωσις Plu.Alex.72.

German (Pape)

[Seite 217] einem Manne, Menschen ähnlich, τὸ ἀνδρ., sc. χρῶμα, eine Farbenmischung, der Fleischfarbe des Menschen entsprechend, Tim. Lex. Pl. χρόα ἐπιτηδεία πρὸς ἀνδρὸς μίμησιν, zu Plat. Crat. 424 d; übtr., συμμιγνύντες καὶ κεραννύντες ἐκ τῶν ἐπιτηδευμάτων τὸ ἀνδρ., im Ggstz des θεοείκελος, ein Bild des Menschen, Rep. VI, 501 b; τύπωσις Plut. Alex. 72; εἴδωλα D. Hal. 1, 38. Als Schminke gebraucht, ὀφθαλμοὺς ὑπαλειφόμενος ἀνδρεικέλῳ Xen. Oec. 10. 5; ἀνδρεικέλου χρῶμα ibd. 6. Bei Theaet. Schol. 4 (Plan. 221) Statue.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνδρείκελος: -ον, ὅμοιος ἀνδρί, εἴδωλα ποιοῦντες ἀνδρείκελα Διον. Ἁλ. Ρητορ. 1. 38· ἔφη τῶν ὀρῶν μάλιστα τὸν Θρᾴκιον Ἄθων διατύπωσιν ἀνδρείκελον δέχεσθαι Πλουτ. Ἀλέξ. 72. Ὁ τύπος ἀνδροείκελος εἶναι μεταγενέστ. καὶ ἀμφίβολος.