ἀφασία

From LSJ
Revision as of 10:06, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_9)

τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφᾰσία Medium diacritics: ἀφασία Low diacritics: αφασία Capitals: ΑΦΑΣΙΑ
Transliteration A: aphasía Transliteration B: aphasia Transliteration C: afasia Beta Code: a)fa)si/a

English (LSJ)

ἡ, (ἄφατος)

   A speechlessness, caused by fear or perplexity, ἔκπληξιν ἡμῖν ἀφασίαν τε προστιθεῖς E.Hel.549; ἀ. μ' ἔχει Id.IA837, cf. Ar. Th.904; ἀ. ἡμᾶς λαμβάνει τί ποτε χρὴ λέγειν Pl.Lg.636e; εἰς ἀ. τινὰ ἐμβάλλειν Id.Phlb.21d; εἰς ἀ. ἐμβάλλειν πράγματος inability to say anything about it, S.E.P.2.211, cf. Dam.Pr.7.

German (Pape)

[Seite 407] (φημί, vgl. ἀμφασία), ἡ, Sprachlosigkeit, bes. die Bestürzung, die Einen verstummen läßt, Staunen, τίς ἀφασία μ' ἔχει Ar. Th. 904, wie Eur. I. A. 837, der es auch neben ἔκπληξις hat, Hel. 556; ἀφασία ἡμᾶς λαμβάνει, τί ποτε χρὴ λέγειν πρὸς ταῦτα Plat. Legg. I, 636 e; vgl. Phil. 21 d; εἰς ἀφασίαν ἦλθε διὰ τὸ παράδοξον Pol. 8, 22.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφᾰσία: ἡ, (ἄφατος) τὸ μὴ δύνασθαι λαλεῖν, ὅπερ προέρχεται ἐκ φόβου ἢ ἐκπλήξεως, ἔκπληξιν ἡμῖν, ἀφασίαν τε προστίθης Εὐρ. Ἐλ. 549· ἀφασία μ’ ἔχει ὁ αὐτ. Ι. Α. 837, πρβλ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 904· ἀφ. ἡμᾶς λαμβάνει τί ποτε χρὴ λέγειν Πλάτ. Νόμ. 636Ε. εἰς ἀφ. τινὰ ἐμβάλλειν ὁ αὐτ. Φίλ. 21D· ἀφασία πράγματος, τὸ νὰ μὴ δύναταί τις νὰ εἴπῃ τι περὶ τοῦ πράγματος, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 2. 21· ― πρβλ. ἀμφασία.