ἀποίητος
Δειναὶ γὰρ αἱ γυναῖκες εὑρίσκειν τέχνας → Multum struendas mulier ad fraudes valet → Intrigen zu ersinnen ist die Frau geschickt
English (LSJ)
ον,
A not done, undone, πεπραγμένων ἀποίητον θέμεν ἔργων τέλος Pi.O.2.18; ἀ. πάμπολλ' ἐστίν Men.113. 2 not to be done, impossible, Plu.Cor.38. II not artificial, unpolished, D.H. Lys.8; esp. unpoetical, ἀ. λόγος, opp. ποιητική, Id.Comp.1; τὰ ἀποίητα, opp. τὰ πεποημένα, Phld.Po.1081; ἀ. ὑπόθεσις not used as material for poetry, ibid.; τὸ ἀ. simplicity,naiveté, Aristid.Or.31(11).4. Adv. -τως D.H.Dem.39. III of land, unsuitable, εἴς τι Gp. 10.75.12.
German (Pape)
[Seite 304] 1) ungethan, πολλὰ ἔτι ἀποίητα Menand. bei Ath. IV, 172 d; ἀποίητον θέμεν ἔργων τέλος Pind. Ol. 2, 16, vereiteln; was man nicht thun kann, Plut. Coriol. 38. – 2) nicht künstlich gemacht, καὶ ἀτεχνίτευτος D. Hal. iud. de Lys. 8; auch = ungeschickt, unpoetisch.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποίητος: -ον, ὁ μὴ πεποιημένος, πεπραγμένων… ἀποίητον… θέμεν ἔργων τέλος, Λατ. infectum reddere, Πινδ. Ο. 2. 30· ἀποίητα πάμπολλ’ ἐστὶν ἡμῖν, Μένανδ. ἐν «Δημιουργῷ» 1, 4, τὸ ἀποίητον, ἡ ἁπλότης, ἡ ἀφέλεια, τὸ μὲν γὰρ ἀποίητον παιδός, ἡ δὲ ἀκμὴ νεανίου Ἀριστείδ. 1. 76. 2) ἀποίητον, ὅ,τι δὲν δύναται νὰ πράξῃ τις. οὐδ’ εἴ τι ποιεῖ τῶν ὑμῖν ἀποιήτων... παράλογόν ἐστιν Πλουτ. Κορ. 38. ΙΙ. ὁ προχείρως, ὁ μὴ τεχνικῶς ποιηθείς, ὁ ἄνευ ἐπεξεργασίας, δοκεῖ μὲν γὰρ ἀποίητός τις εἶναι καὶ ἀτεχνίτευτος ὁ τῆς ἁρμονίας αὐτοῦ χαρακτὴρ Διον. ἁλ. περὶ Λυσ. 8: ἰδίως ὁ μὴ ποητικός, ἀποίητος λόγος, ὅ ἐ. πεζὴ λέξις, ὁ αὐτ. περὶ Συνθ. σ. 16: ― Ἐπίρρ. -τως ὁ αὐτ. περὶ Δημ. 39. ΙΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ἀνεπιτήδειος, ἀκατάλληλος, ἡ γὰρ πυρρὰ γῆ εἰς τοῦτο ἀποίητος, ἐκκαίει γὰρ τὰ στελέχη Γεωπ. 75, 12.