ἔκρηγμα
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
English (LSJ)
ατος, τό,
A piece torn off, ἐκρήγματα τρυχίων Hp.Art.78. 2 broken bed of a torrent, ravine, Plb.12.20.4. II breaking forth of a stream, ὑδάτων Thphr.CP1.5.2. 2 sluice, PEdgar 30.16 (ἔγρ-, iii B.C.), PSI5.488 (ἔχρ-, iii B.C.); cf. ἔκχρημα. 3 eruption, bedsore, Hp.Epid.7.7 (pl.).
German (Pape)
[Seite 778] τό, das Aus-, Abgebrochene, Bruchstück, Hippocr.; auch ein ausgebrochener Ausschlag, id. – Durchbruch eines Stromes, Schlucht, Kluft, Pol. 12, 20, 4 Plut. Alex. 60 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκρηγμα: -ατος, τό, ἀπόσχισμα ῥάκους, ἐκρήγματα τρυχίων Ἱππ. Π. Ἄρθρ. 837. 2) ἐκρήγματα, «τὰ ἐκ τῶν χειμάρρων γινόμενα ἐν τοῖς πεδίοις κοιλώματα» Σουΐδ.· πρβλ. Πολύβ. 12. 20, 4. ΙΙ. ὁρμητικὴ ἐκροή, ἐκρήγματα τῶν ὑδάτων Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 5, 2· φλύκταινα, ἐξάνθημα, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Ζ΄, 1211Ε.