ὑπεραυξάνω
Φίλον βέβαιον ἐν κακοῖσι μὴ φοβοῦ → Fidelem amicum ne time in rebus malis → Hab in der Not nicht Angst vor einem treuen Freund
English (LSJ)
and ὑπεραύξ-ω,
A increase above measure:—Pass., to be so increased, Gal.14.226; become over-powerful, And.4.24, D.C.79.15. 2 Pass.also, grow above, ὑπεραύξονται τῶν ἀμπέλων Sch.Ar.V.1282. II intr. in Act., grow or abound exceedingly, ὑπεραυξήσας (of a fish) Callisth. ap. Stob.4.36.16; ὑπεραυξάνει ἡ πίστις ὑμῶν 2 Ep.Thess.1.3.
German (Pape)
[Seite 1191] (s. αὐξάνω), über die Maaßen vergrößern, pass. übermäßig wachsen, Andoc. 4, 24 u. Sp., wie N. T.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεραυξάνω: καὶ -αύξω, αὐξάνω τι ὑπερμέτρως. - Παθ., αὐξάνομαι ὑπερμέτρως, Γαλην. τ. 14, σ. 226, 9· γίνομαι λίαν ἰσχυρός, πανίσχυρος, Ἀνδοκ. 32. 23, Δίων Κ. 79. 15. 2) ἐν τῷ παθ., αὐξάνομαι ὑπεράνω, κάλαμοι ἐνίοτε ῥιζοβολήσαντες ὑπεραύξονται τῶν ἀμπέλων Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 1282. ΙΙ. ἀμεταβ. ἐν τῷ ἐνεργ., αὐξάνομαι εἰς ὑπερβολήν, Καλλισθ. παρὰ Στοβ. τ. 100. 14, Β΄ Ἐπιστ. πρ. Θεσσ. α΄ 3.