ὑπευνάομαι

From LSJ
Revision as of 11:15, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_20)

ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπευνάομαι Medium diacritics: ὑπευνάομαι Low diacritics: υπευνάομαι Capitals: ΥΠΕΥΝΑΟΜΑΙ
Transliteration A: hypeunáomai Transliteration B: hypeunaomai Transliteration C: ypevnaomai Beta Code: u(peuna/omai

English (LSJ)

Pass., (εὐνάω) only in fem. part. aor. ὑπευνηθεῖσα,

   A in wedlock with, Φοίβῳ ὑ. (v.l. ὑπευνασθεῖσα) Orac. ap. Eus.PE3.14.    II to be under-bedded with a thing, i. e. lying or sitting upon, ὀρταλὶς . . ὑπευνηθεῖσα νεοσσοῖς Nic.Al.294 (ὑπευνασθεῖσα cod. opt.).

German (Pape)

[Seite 1205] pass., ὑπευνηθεῖσα v. l. bei Hes. Th. 374, wo richtiger ὑποδμηθεῖσα geschrieben wird, – 1) darunter gebettet, dem Manne unterworfen werden. – 2) unterbettet sein mit Etwas, τινί, dah. es unter sich haben, Nic. Al. 294 ὀρταλὶς νεοσσοῖς ὑπευνηθεῖσα.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπευνάομαι: Παθ. (εὐνάω) μόνον ἐν τῷ θηλ. τῆς μετοχ. ἀορ. ὑπευνηθεῖσα ὡς διάφορ. γραφ. ἐν Ἡσ. Θεογ. 374 (ἔνθα ἡ ὀρθὴ γραφὴ εἶναι ὑποδμηθεῖσα), εὐνηθεῖσα ὑπὸ ἄνδρα, ἔγκυος. ΙΙ. ἔχω τι ὑποκάτω μου ὡς εὐνὴν ἢ κλίνην, εἶμαι πλαγιασμένη ἐπί τινος, ἢ ἐπικάθημαι, ὀρταλὶς νεοσσοῖς ὑπευνηθεῖσα Νικάνδρ. Ἀλεξιφ. 294.