βάρβιτος

From LSJ
Revision as of 11:30, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)

τὰν ἐπὶ τᾶς → Either with this or on this | Come back victorious or dead

Plutarch, Moralia, 241
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βάρβῐτος Medium diacritics: βάρβιτος Low diacritics: βάρβιτος Capitals: ΒΑΡΒΙΤΟΣ
Transliteration A: bárbitos Transliteration B: barbitos Transliteration C: varvitos Beta Code: ba/rbitos

English (LSJ)

ἡ or ὁ,

   A musical instrument of many strings (πολύχορδος Theoc.16.45), invented by Terpander, Pi.Fr.125; freq. used for the lyre, Anacr.143, B.Scol.Oxy.1361.1.1, E.Cyc.40, Ar.Th.137, etc.: fem. in Anacreont.23.3, but masc. in 14.34: in earlier Poets the gender is not determined:—later βάρβῐτον, τό, as in Latin, Neanth. 5, D.H.7.72, Ath.4.175e, etc. (Prob. a foreign word, Str.10.3.17.)

German (Pape)

[Seite 433] ἡ, ein lyraähnliches, vielsaitiges Saiteninstrument, πολύχορδος Theocr. 16, 45; vgl. jedoch Anaxil. bei Ath. IV, 183 b, wo aber mit Mein. τριχόρδους als subst. zu fassen u. nicht mit βαρβίτους zu verbinden; βαρύμιτος Poll. 4, 59; Eur. Alc. 346 Cycl. 40; Ar. Th. 137; oft bei Anacr., der es = λύρα braucht; ὁ βάρβιτος 23, 3, nach Mehlh.; Ath. IV, 182 f u. a. Sp.; τὸ βάρβιτον 175 e Dion. Hal. 7, 72; vgl. Bergk zu Anacr. frg. p. 250. Das Wort ist nach Strab. nicht griechisch.

Greek (Liddell-Scott)

βάρβῐτος: ἡ, ἢ ὁ, μουσικὸν ὄργανον μὲ πολλὰς χορδὰς (πολύχορδος Θεόκρ. 16. 45), ὅμοιον πρὸς τὴν λύραν καὶ συχνάκις ἐν χρήσει ἀντ’ αὐτῆς τῆς λύρας, πρῶτον παρ’ Ἀνακρ., ἴδε Bgk. Ἀποσπ. 113· ἀκολούθως ἐν Εὐρ. Κύκλ. 40, Ἀριστοφ. Θεσμ. 137, κτλ.· θηλ. ἐν Ἀνακρεοντ. 1. 3, ἀλλ’ ἀρσ. ἐν 9. 34· - παρὰ παλαιοτέροις ποιηταῖς τὸ γένος δὲν εἶναι ὡρισμένον. Παρὰ μεταγεν. ἔχομεν καὶ τύπον βάρβῐτον, τό, ὡς ἐν τῇ Λατιν., Διον. Ἁλ. 7. 72. Ἀθήν., κλ. (Λέξις ξένη, πιθ. ἀνατολική, ὡς τὰ μάγαδις, νάβλας ἢ νάβλα, σαμβύκη, Στράβ. 471).