προϊάλλω
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
English (LSJ)
[ῐ],
A send forth or away, dismiss, discharge, τινα Il.8.365, 11.3, Od.15.370; σιάλων τὸν ἄριστον 14.18; ὀϊστὸν ἀπὸ νευρῆς Theoc. 25.235.—Ep. word, used by Hom. always in impf. without augm.
German (Pape)
[Seite 725] hervor- od. heraus-, entsenden; Hom. nur impf. ohne Augment, ἐμὲ Ζεὺς ἀπ' οὐρανόθεν προΐαλλεν, Il. 8, 365, vgl. 11, 3; ἐμὲ ἀγρόνδε προίαλλε, Od. 15, 369; Theocr. 25, 235.
Greek (Liddell-Scott)
προϊάλλω: προπέμπω, προεξαποστέλλω, αὐτὰρ ἐμὲ Ζεὺς τῷ ἐπαλεξήσουσαν ἀπ’ οὐρανόθεν προΐαλλεν Ἰλ. Θ. 365., Λ. 3, Ὀδ. Ο., 370· σίαλον πρ. Ὀδ. Ξ. 18· ὀϊστὸν Θεόκρ. 25. 235· χάριν, ἀρωγήν τινι Ἀνθολ. Π. 1. 29. ― λέξις Ἐπικὴ ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐν τῷ παρατ. ἄνευ αὐξήσεως.