ὑπερμαχέω
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
A fight for or on behalf of, πόλεως S.Ant.194, E.Ph. 1252, cf. J.AJ3.14.4; σὺ ταῦτα . . τοῦδ' ὑπερμαχεῖς ἐμοί; dost thou fight thus for him against me? S.Aj.1346 (in Luc.Pisc.23, τούτου is prob. to be restored): abs., Id.JTr.17.
German (Pape)
[Seite 1198] für Einen streiten, ihn vertheidigen, τινός, Soph. Ant. 194; σὺ ταῦτα τοῦδ' ὑπερμαχεῖς ἐμοί; gegen mich, Ai. 1325; Eur. Phoen. 1258; Sp., wie Plut. Sol. 30.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερμᾰχέω: (μάχη) μάχομαι ὑπέρ τινος, πόλεως ὑπερμαχῶν ὄλωλε τῆσδε Σοφ. Ἀντ. 194, Εὐρ. Φοίν. 1252· σὺ ταῦτα... τοῦδ’ ὑπερμαχεῖς ἐμοί; σὺ οὕτως... εἶσαι ὑπέρμαχος αὐτοῦ κατ’ ἐμοῦ; Σοφ. Αἴ. 1346· πρβλ. ὑπερμάχομαι· (ἐν Λουκ. Ἁλιεῖ 23, πιθαν. διορθωτέον τούτου ἀντὶ τοῦτο)· ἀπολ., ὁ αὐτ. ἐν Διῒ Τραγ. 17. - Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τ. 1, σ. 192.