ἄοικος

From LSJ
Revision as of 10:00, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_18)

κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄοικος Medium diacritics: ἄοικος Low diacritics: άοικος Capitals: ΑΟΙΚΟΣ
Transliteration A: áoikos Transliteration B: aoikos Transliteration C: aoikos Beta Code: a)/oikos

English (LSJ)

ον,

   A houseless, homeless, Hes.Op.602, E.Hipp.1029, Pl.Smp.203d, etc.; ἐπὶ ξένης χώρας ἄοικος S.Tr.300; of animals, Arist.HA488a21: Comp., D.Chr.6.62.    II ἄ. εἰσοίκησις a homeless, i.e. miserable, home, S.Ph.534, cf. Nonn.D.17.42.

German (Pape)

[Seite 272] (felt. ἄνοικος), 1) ohne Haus, ohne eigene Familie, mit ἀνέστιος verbunden Hes. O. 600; καὶ ἄπαις Plat. Phaedr. 240 a; arm, Conv. 203 d; χώρας ἄ., von Verbannten, Soph. Tr. 299. – 2) unwohnlich, ἄοικος ἐνοίκησις Soph. Phil. 530.

Greek (Liddell-Scott)

ἄοικος: -ον, ὁ, ἄνευ οἰκογενείας, θῆτά τ’ ἄοικον ποιεῖσθαι, νὰ λαμβάνῃς ὡς ἐργάτην σου ἄνθρωπον ὅστις νὰ μὴ ἔχῃ ἰδικήν του οἰκογένειαν, Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 600, Εὐρ. Ἱππ. 1029, Πλάτ. Συμπ. 203D, κτλ. δυσπότμους ἐπὶ ξένης χώρας ἀοίκους ἀπάτοράς τ’ ἀλωμένας Σοφ. Τρ. 300· ἐπὶ ζῴων τινῶν, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 1, 27. ΙΙ. περὶ κατοικίας, ἀθλία, ἐλεεινή, ἀναξία νὰ ὀνομάζηται κατοικία, τὴν ἔσω ἄοικον εἰσοίκησιν Σοφ. Φ. 534.