φολίς
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A horny scale, of reptiles, opp. λεπίς (of fishes), Arist. HA490b22, PA691a16, cf. A.R.1.221, Opp.C.3.438, Epic. ap. Sch. Nic.Th.257; but interchanged with λεπίς, D.S.17.105, etc.; φ. χαλκοῦ Hp.Vid.Ac.6. II spot on a panther's or leopard's skin, Hld. 10.27. III φ. λιθοκόλλητος a ceiling in mosaic work, D.S.18.26. IV a bandage, Heliod. ap. Orib.48.20.11.
German (Pape)
[Seite 1297] ίδος, ἡ, 1) die Schuppe, die schuppen-, panzerartige Bedeckung der Schlangen, Eidechsen, Schildkröten, wie λεπίς bei den Fischen, Arist. H. A. 1, 6, Opp. Cyn. 3, 438 u. a. Sp.; vgl. Schol. Opp. Hal. 1, 640; φολίσι ῥυσσή Ach. Tat. 4, 19. – 2) die Flecken, Tüpfel des Pantherfelles, dah. jeder Fleck, Punkt, Ap. Rh. 1, 221. – 3) φολὶς λιθοκόλλητος, eine bunt getäfelte, in Felder von verschiedener Farbe eingetheilte Decke, D. Sic. 18, 26.
Greek (Liddell-Scott)
φολίς: -ίδος, ἡ, «λέπι» τῶν ἑρπετῶν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ λεπὶς τῶν ἰχθύων, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 6, 4, περὶ Ζ. Μορ. 4. 11, 7, πρβλ. Ὀππ. Κυν. 3. 458 εἰ καὶ ἐναλλάσσονται ἐνίοτε, Διόδ. 17. 105, κτλ.· ― φ. χαλκοῦ Ἱππ. 689. 10. ΙΙ. κηλὶς ἢ στίγμα τοῦ δέρματος λεοπαρδάλεως ἢ τοῦ πάνθηρος, Ἡλιόδ.· ὅθεν πᾶν στίγμα ὡς αἱ λέξ. κηλίς, σπιλάς, Ἀππ. Ρόδ. Α 221. ΙΙ. φολὶς λιθοκόλλητος, ὀροφὴ ἁρμαμάξης κεκοσμημένη διὰ ψηφοθετημάτων, Διόδ. 18. 26. (Πιθαν. συγγενὲς τῷ φλόος, ὡς λεπὶς τῷ λέπω, λοπός).