ἐνδατέομαι
English (LSJ)
A divide, δὶς . . τοὔνομ' ἐνδατούμενος dividing the name of Polynices (into πολὺ νεῖκος), A.Th.578 (v. Sch.); ἐ. λόγους ὀνειδιστῆρας distribute or fling about reproaches, E.HF218. 2 c. acc. objecti, a speak of in detail, i.e., in bad sense, reproach, revile, τὸ δυσπάρευνον λέκτρον ἐ. S.Tr.791; in good sense, dwell on, celebrate, εὐπαιδίας A.Fr.350.1; βέλεα θέλοιμ' ἂν . . ἐ. S.OT205 (lyr.) (perh. scatter or shower them abroad). b tear in pieces, devour, Lyc. 155. II Pass., to be ground small, Nic.Th.509, acc. to Sch.
German (Pape)
[Seite 831] (s. δατέομαι), theilen, zutheilen; λόγους ἐπονειδιστῆρας, d. i. Vorwürfe machen, schmähen, Eur. Herc. Fur. 218; auch ohne Zusatz = schmähen, verwünschen, τὸ δυσπάρευνον λέκτρον Soph. Tr. 788; so auch Aesch. Spt. 560, δίς τ' ἐν τελευτῇ τοὔνομα ἐνδατούμενος (des Polynices), wo der Schol. erkl. εἰς δύο διαιρῶν τὸ ὄνομα, τὸ πολὺ καὶ τὸ νεῖκος; Plat. Rep. II, 383 a führt aus Aesch. (frg. 264) an: Ἀπόλλων ᾄδων ἐνδατεῖται τὰς ἐμὰς εὐπαιδίας καὶ μακραίωνας βίους, lobt einzeln, zählt sie auf, – Bei Lycophr. 155 = verschlingen. – Pass. braucht es Soph. O. R. 205, τὰ σὰ βέλεα θέλοιμ' ἂν ἀδάματ' ἐνδατεῖσθαι, wenn es nicht auch hier = feiern ist; Nic. Ih. 509.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνδᾰτέομαι: ἀποθ., διαιρῶ, δίς τ’ ἐν τελευτῇ τοὔνομ’ ἐνδατούμενος, καλεῖ, καὶ δὶς διαιρῶν ὀνειδιστικῶς τὸ ὄνομα (τοῦ Πολυνείκους) εἰς τὸ τέλος (τοῦ λόγου) καλεῖ (ὦ πολὺ νεῖκος, πολὺ νεῖκος), Αἰσχύλ. Θήβ. 578, ἴδε σημ. Paley καὶ Σχολιαστήν· ἐνδ. λόγους ὀνειδιστῆρας, διανέμειν, διασκορπίζειν ὀνειδιστικοὺς λόγους, κατηγορίας, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 218. 2) μετ’ αἰτιατ. τοῦ ἀντικειμένου, α) ἐπὶ κακῆς σημασίας, καταρῶμαι, βλασφημῶ, τὸ δυσπάρευνον λέκτρον ἐνδατούμενος Σοφ. Τραχ. 791 (οὕτω differe berbis παρὰ Πλαύτῳ). β) ἐπὶ καλῆς σημασίας, ὁ δ’ ἐνδατεῖται τὰς ἑὰς εὐπαιδίας, πανηγυρίζει, ἐγκωμιάζει τὴν τῶν τέκνων του εὐδαίμονα γενεάν, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 281· Λύκει’ ἄναξ, τά σε σά... βέλεα θέλοιμ’ ἂν ἀδάματ’ ἐνδατεῖσθαι, νὰ διασκορπίζωνται ἀδάμαστα, Σοφ. Ο. Τ. 205, ἔνθα ἴδε σημ. Jebb. 3) κατασπαράττω, καταβιβρώσκω, τὸν ὠλενίτην χόνδρον ἐνδατουμένη, τὸν τῆς ὠμοπλάτης χόνδρον καταβιβρώσκουσα, Λυκόφρ. 155. ΙΙ. ὡς παθ., μερίζομαι, κόπτομαι, μόνον ἐν Νικαν. Θηρ. 509.