διαδικέω
Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.
English (LSJ)
(A),
A contend at law, πρός τινα PRein.19.16 (ii B. C.); οἱ διαδικοῦντες the contending parties, Plu.2.196c, POxy.1101.8 (iv A.D.). 2 decide a suit, οἱ διαδικοῦντες the jurors, D.C.40.55 (s. v.l.).
δι-ᾰδῐκέω (B),
A do wrong, injure, D.C.58.16.
German (Pape)
[Seite 576] einen Proceß entscheiden, Dio Cass. 40, 55; processiren, Plut. verstärktes ἀδικέω, Dio Cass. 58, 16.
Greek (Liddell-Scott)
διαδῐκέω: (δίκη) διαγωνίζομαι ἐν τῷ δικαστηρίῳ, διαδικάζομαι· - οἱ διαδικοῦντες, τὰ διαμαχόμενα μέρη, Πλούτ. 2. 196Β· ἀλλ’ ἐν Δίωνι Κ. 40. 55, = οἱ δικασταί. ΙΙ. ἐκδικάζω, ἐκδίδω ἀπόφασιν, Δίων Κ. 40, 55.