κάρνος
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
English (LSJ)
ὁ, (cf. κέρας) expld. by Hsch. as βόσκημα, πρόβατον, i.e.
A ram:—hence καρνοστάσιον, τό, pen, fold, Id. II = φθειρ, Id.
Greek (Liddell-Scott)
κάρνος: «φθείρ. βόσκημα, πρόβατον» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
κάρνος, τὸ (Α)
(κατά τον Ησύχ.)
1. πρόβατο
2. ψείρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. (1) συνδέεται με τα κέρας, κάρα. Με τη σημ. (2) συνδέεται με τα κόρις, κάρον.