κάρνος

From LSJ
Revision as of 06:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάρνος Medium diacritics: κάρνος Low diacritics: κάρνος Capitals: ΚΑΡΝΟΣ
Transliteration A: kárnos Transliteration B: karnos Transliteration C: karnos Beta Code: ka/rnos

English (LSJ)

ὁ, (cf. κέρας) expld. by Hsch. as βόσκημα, πρόβατον, i.e.

   A ram:—hence καρνοστάσιον, τό, pen, fold, Id.    II = φθειρ, Id.

Greek (Liddell-Scott)

κάρνος: «φθείρ. βόσκημα, πρόβατον» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κάρνος, τὸ (Α)
(κατά τον Ησύχ.)
1. πρόβατο
2. ψείρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. (1) συνδέεται με τα κέρας, κάρα. Με τη σημ. (2) συνδέεται με τα κόρις, κάρον.