συνθήκη

From LSJ
Revision as of 19:26, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνθήκη Medium diacritics: συνθήκη Low diacritics: συνθήκη Capitals: ΣΥΝΘΗΚΗ
Transliteration A: synthḗkē Transliteration B: synthēkē Transliteration C: synthiki Beta Code: sunqh/kh

English (LSJ)

ἡ, (συντίθημι)

   A compounding, esp. of words and sentences, Luc.Hist.Conscr.46, Hermog.Id.1.1,3, Philostr.VS1.17.4, Herm. in Phdr.p.175 A.: in concrete sense, a compound, Luc.Prom.Es5:— but in early writers,    II convention, compact, σ. καὶ ὁμολογία Pl. Cra.384d, cf. 433e; ὁ νόμος σ. καὶ ἐγγυητὴς ἀλλήλοις τῶν δικαίων Arist.Pol.1280b10, cf. Rh.1376a33; ἐκ συνθήκης by agreement, Pl.Lg. 879a; διὰ συνθήκης Arist.APr.50a18; κατὰ συνθήκην conventionally, opp. φύσει, Id.EN1133a29; so συνθήκῃ ib.1134b32: pl., συνθήκας ποιεῖσθαι τὰς ὑπὲρ τοῦ μὴ βλάπτειν ἄλληλα Epicur.Sent.32.    2 article of a compact or treaty, τὴν ξ. προφέροντες ἐν ᾗ εἴρητο Th.5.31, cf. 1.78: also, treaty, σ. καὶ συμμαχία SIG421.1 (Thermon, iii B.C.): but in this signf. mostly in pl., articles of agreement, and hence, covenant, treaty, between individuals or states, A.Ch.555, Ar.Lys. 1267, Isoc.4.176, etc.; συνθῆκαι περὶ εἰρήνης X.Mem.4.4.17; γάμων σ. Plu.Luc.18; σ. κύριαι, ἄκυροι, Lys.18.15; ἐπ' ἄλλους στρατεύειν οὐκ εἶναι ἐν ταῖς σ. X.HG7.5.4, cf. SIG135.1 (Olynthus, iv B.C.), al.; ξυνθῆκαι Λακεδαιμονίων πρὸς βασιλέα... σπονδὰς εἶναι καὶ φιλίαν κατὰ τάδε Foed. ap. Th.8.37, cf. IG12.90.21, Pl.Cri.54c, D.15.29; συνθήκας ποιεῖσθαι Hdt.6.42, Ar.Pax1065, X.HG7.1.2; ὑπὲρ τῶν βαρβάρων Isoc.4.177; ποιεῖν τινι πρός τινα between them, X.Lac. 15.1; σ. συνεθέμεθα Lys.13.88; γράψαι, γράφασθαι, D.48.10, D.S.1.66; ἀναιρεῖν, λύειν, Isoc.17.31, 18.24; παραβῆναι Pl.Cri. l.c.; ὑπερβαίνειν Aeschin.1.164; παρ' οὐδὲν ἡγεῖσθαι Decr. ap. D.18.164; συνθήκαις ἐμμένειν Isoc.4.81; ἐκ τῶν σ. according to the covenant, ib.179; κατὰ τὰς ξ. Th.1.144, cf. Pl.Tht.183c; opp. παρὰ τὰς σ. Id.Cri.52d.    III = θήκη, coffin, v.l. in Lib.Or.8.11.

Greek (Liddell-Scott)

συνθήκη: ἡ, (συντίθημι) σύνθεσις, μάλιστα λέξεων καὶ προτάσεων, καὶ μὴν καὶ συνθήκῃ τῶν ὀνομάτων εὐκράτῳ καὶ μέσῃ χρηστέον Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγράφ. 46, πρβλ. Α. Β. 368, Φωτ. Βιβλ. 127· ― ἀλλὰ συνήθως, ΙΙ. κατὰ συναίνεσιν συμφωνία, σύμβασις, σ. καὶ ὁμολογία Πλάτ. Κρατ. 384Ε, πρβλ. 433Ε· ὁ νόμος σ. καὶ ἐγγυητὴς ἀλλήλοις τῶν δικαίων Ἀριστ. Πολιτ. 3. 9, 8, πρβλ. Ρητ. 1. 15, 21· ἐκ συνθήκης, ex composito, κατὰ ἀμοιβαίαν συνεννόησιν, συμφωνίαν, Πλάτ. Νόμ, 879Α· διὰ συνθήκης Ἀριστ. Ἀν. Πρότ. 1. 44, 1· κατὰ συνθήκην, κατ’ ἀμοιβαίαν συναίνεσιν, ἀντίθετ. τῷ φύσει, ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 5. 5, 12, κ. ἀλλ.· οὕτω, συνθήκῃ αὐτόθι 5. 7, 4. 2) ἄρθρον συμφωνίας ἢ συνθήκης, τὴν ξ. προφέροντες ἐν ᾗ εἴρητο Θουκ. 1. 78· ― ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., τὰ ἄρθρα τῆς συμφωνίας, καὶ περιληπτικῶς, συμφωνία, συνθήκη, σύμβασις μεταξὺ προσώπων ἢ πόλεων (πρβλ. συνάλλαγμα ΙΙ), Αἰσχύλ. Χο. 555, Ἀριστοφ. Λυσ. 1268, Ἰσοκρ. 77Ε, κλπ.· συνθῆκαι περὶ εἰρήνης Ξεν. Ἀπομν. 4. 4, 17· γάμων σ. Πλουτ. Λούκουλλ. 18· σ. κύριαι, ἄκυροι Λυσ. 150. 35· σ. εἰσί... βοηθεῖν, καὶ οὐκ ἔστιν ἐν ταῖς σ. στρατεύειν Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 4, πρβλ. Ἐπιγραφ. παρὰ τῷ Sauppe Inscr. Maced. iv. σ. 15· ξυνθῆκαι Λακεδαιμονίων πρὸς βασιλέα… σπονδὰς εἶναι καὶ φιλίαν κατὰ τάδε Θουκ. 8. 37, πρβλ. Πλάτ. Κρίτωνα 54C, Δημ. 199. 9· συνθήκας ποιέεσθαί τινι Ἡρόδ. 6. 42, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1063, Ξεν., κλπ.· ὑπέρ τινος Ἰσοκρ. 78Α· ποιεῖν τινι πρός τινα, μεταξὺ τῶν δύο, Ξενοφ. Λακ. 15. 1· σ. συνθέσθαι Λυσί. 138. 17· γράφειν, γράφεσθαι Δημ. 1170. 9, Διόδ. 1. 76· ἀναιρεῖν, λύειν Ἰσοκρ. 365Α, 37Β· παραβαίνειν Πλάτ. Κρίτ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ὑπερβαίνειν Αἰσχίν. 23. 20· παρ’ οὐδὲν ἡγεῖσθαι Δημ. 282. 12· συνθήκαις ἐμμένειν Ἰσοκρ. 57Α· ἐκ τῶν σ., κατὰ τὰς συνθήκας, ὁ αὐτ. 78C· κατὰ τὰς σ. Θουκ. 1. 144, Πλάτ. Θεαίτ. 183C· ἀντίθετ. τῷ παρὰ τὰς σ., ὁ αὐτ. ἐν Κρίτωνι 52D. ― Πρβλ. συνθεσία, σύνθεσις ΙΙΙ, συνημοσύνη. 3) συμφωνίαὑπόσχεσις μοναχοῦ ἢ μοναχῆς, τάξιμον εἰς τὸν Χριστόν, αὐτὰς ἀπαρνῇ τὰς πρὸς τὸν ἀληθινὸν νυμφίον συνθήκας Βασιλ. τοῦ Μεγ. Ἐπιστ. πρ. παρθένον ἐκπεσοῦσαν. ΙΙΙ. = θήκη, νεκροθήκη, εἰ γὰρ δὴ μήτε ὄψεται τοὺς ἐν ταῖς συνθήκαις ἐκείνους μήτε λεγόντων τι καὶ παραινούντων ἀκούσεται Λιβάν. Ι, 253. 12.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 arrangement de mots, construction oratoire;
2 convention ; article d’une convention, d’un traité ; αἱ συνθῆκαι articles d’un traité, traité, pacte entre individus ou entre États.
Étymologie: συντίθημι.