πολυπλήθεια

From LSJ
Revision as of 12:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυπλήθεια Medium diacritics: πολυπλήθεια Low diacritics: πολυπλήθεια Capitals: ΠΟΛΥΠΛΗΘΕΙΑ
Transliteration A: polyplḗtheia Transliteration B: polyplētheia Transliteration C: polyplitheia Beta Code: poluplh/qeia

English (LSJ)

Ion. πολυπληθ-είη, ἡ,

   A great quantity or number, ὕδατος Hp. Aër.15, cf. Aen.Tact.3.1; [τῶν φαττῶν] Arist.HA562b29, cf. Ocell.4.5, Aen.Gaz.Thphr.p.47 B., SIG880.40 (Pizus, iii A.D.), etc.:—written πολυπληθ-πληθία, S.Fr.667.1 (lyr.), Hyp.Fr.266, D.ap.Poll.4.163, LXX 2 Ma.8.16, Str.16.2.23.

German (Pape)

[Seite 668] ἡ, große Menge; Hippocr.; Arist. H. A. 6, 4 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πολυπλήθεια: ἡ, μέγα πλῆθος, μεγάλη ποσότης, ὕδατος Ἱππ. π. Ἀέρ. 290· τῶν φαττῶν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 4, 6, κτλ.· φέρεται πολυπληθία ἐν Σοφ. Ἀποσπ. 583, Δημ. παρὰ Πολυδ. Δ΄, 463, Στράβ. 757 κλπ.

Greek Monolingual

και πολυπληθία, ἡ, Α πολυπληθής
μεγάλο πλήθος, μεγάλη ποσότητα.