μεταλλάω
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
English (LSJ)
A search carefully, inquire diligently, ἐμοὶ οὐ φίλον ἐστὶ μεταλλῆσαι καὶ ἐρέσθαι Od.14.378; οὐκέτι μέμνηται... οὐδὲ μεταλλᾷ 15.23. 2 c. acc. pers., inquire of, question, σε . . οὔτ' εἴρομαι οὔτε μεταλλῶ Il.1.553, cf. Od.3.69, 16.287; but ἀντεφθέγξατο . . μετάλλασέν τέ νιν the voice sought him out, Pi.O.6.62. 3 c. acc. objecti, inquire about, ask after, μή τι σὺ ταῦτα διείρεο μηδὲ μετάλλα Il.1.550, cf. 5.516; ἕταροι δὲ κατέκταθεν, οὓς σὺ μεταλλᾷς 13.780, cf. 10.125, Od.19.190; ἕκαστα μ. 14.128, cf. 16.465: also with Preps., μεταλλῆσαι . . ἀμφὶ πόσει 17.554; ἀμφ' ἑτάροιο μ. τὰ ἕκαστα A.R.4.1471; θεῶν πέρι τοῖα μ. APl.4.183. 4 c. dupl. acc., ask one about a thing, ask him a question, τοῦτο δέ τοι ἐρέω, ὅ μ' ἀνείρεαι ἠδὲ μεταλλᾷς Il.3.177; ἔπος ἄλλο μ. καὶ ἐρέσθαι Νέστορα Od.3.243. (Poet. word, also in late Prose, POxy.237 vii 40 (ii A.D.), Them.Or.22.266c: expld. by Gramm. as search after other things (μετὰ ἄλλα), Eust.148.10, etc., but this is very dub.)
German (Pape)
[Seite 149] schon von den Alten auf μετ' ἄλλα zurückgeführt, also nach andern Dingen forschen, fragen, nachfragen, sorgfältig, neugierig forschen; μήτε σὺ ταῦτα ἕκαστα διείρεο μηδὲ μετάλλα Il. 1, 550, öfter; τοῦτο δέ τοι ἐρέω, ὅ μ' ἀνείρεαι ἠδὲ μεταλλᾷς, was du mich fragest u. wonach du forschest, 3, 177, öfter; νῦν δ' ἐθέλω ἔπος ἄλλο μεταλλῆσαι καὶ ἐρέσθαι, Od. 3, 243; οὓς σὺ μεταλλᾷς, nach denen du forschest, fragst, Il. 10, 125. 13, 780 Od. 24, 321; – τινά, Einen ausfragen, ὅτε κέν σε μεταλλῶσιν ποθέοντες, Od. 16, 287, öfter; τινά τι, Einen nach Etwas fragen, 1, 231. 7, 243 u. öfter; auch τὶ ἀμφί τινι, Etwas über Einen erkunden, 17, 554; ἀμφί τινος, Ap. Rh. 4, 1471. – Bei Pind. μετάλλασέν μιν, Ol. 6, 62, erkl. der Schol. ἐφιλοφρονήσατο, ἐπεστράφη αὐτοῦ, schirmen, pflegen, Dissen »er suchte ihn«, vgl. Buttm. Lexil. I p. 140. – Adj. verb., εἰ μετάλλατόν τι, Pind. P. 4, 164, wenn es zu erforschen ist.
Greek (Liddell-Scott)
μεταλλάω: μέλλ. -ήσω· ― κυρίως, ζητῶ ἄλλα πράγματα (μετὰ ἄλλα, πρβλ. μέταλλον), ἐρευνῶ ἐπιμελῶς, ἐξετάζω μετὰ προσοχῆς, ἐμοὶ οὐ φίλον ἐστὶ μεταλλῆσαι καὶ ἔρεσθαι Ὀδ. Ξ. 378· οὐκέτι μέμνηται..., οὔτε μεταλλᾷ Ο. 23. Συντάσσ.· 1) μετ’ αἰτ. προσ., ἐρωτῶ τινα, ἐξετάζω, ἀνακρίνω, σε... οὔτ’ εἴρομαι οὔτε μεταλλῶ Ἰλ. Α. 553, πρβλ. Ὀδ. Γ. 69., Π. 287· ― ἐν Πινδ. Ο. 6. 206, ἀντεφθέγξατο... μετάλλασέν τέ μιν, φαίνεται ὅτι σημαίνει ἁπλῶς, προσηγόρευσεν αὐτόν. 2) μετ’ αἰτ. ἀντικειμ., ἐρωτῶ περί τινος, ἐξετάζω, θέλω νὰ μάθω, μή τι σὺ ταῦτα διείρεο μηδὲ μετάλλα Ἰλ. Α. 550, πρβλ. Ε. 516· ἕταροι δὲ κατέκταθεν, οὓς σὺ μεταλλᾷς Ν. 780, πρβλ. Κ. 125, Ὀδ. Τ. 190· ἕκαστα μ. Ξ. 128, πρβλ. Ο. 23., Ρ. 465· ὡσαύτως, μεταλλῆσαι... ἀμφὶ πόσει Ὀδ. Ρ. 554· ἀμφ’ ἑτάροιο μ. τὰ ἕκαστα Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1471· περί τινος Ἀνθ. Πλαν. 183. 3) μετὰ διπλῆς αἰτ., ἐρωτῶ τινα περί τινος πράγματος, ζητῶ νὰ μάθω παρά τινός τι, τοῦτο δέ τοι ἐρέω, ὃ μ’ ἀνείρεαι ἠδὲ μεταλλᾷς Ἰλ. Γ. 177, Ὀδ. Η. 243· ἔπος ἄλλο μ. καὶ ἐρέσθαι Νέκτορα Γ. 243. ― Λεξ. ποιητ., ἐν δὲ τῷ πεζῷ λόγῳ ἀπαντᾷ ἐν Παπύρ. Ὀξυρρύγχ. (Grenfell καὶ Hunt) 237 VII 40.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 chercher, rechercher, particul. chercher à savoir, acc.;
2 questionner, interroger : τινα, qqn ; τι, demander qch ; τινά τι, demander qch à qqn.
Étymologie: μετά, ἄλλος.