ἰσχυρόδετος
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
ον,
A fastbound, Sch.A.Pr.148.
German (Pape)
[Seite 1273] festgebunden, Schol. Aesch. Prom. 146.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσχῡρόδετος: -ον, ἰσχυρῶς δεδεμένος, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 148.
Greek Monolingual
ἰσχυρόδετος, -ον (Α)
δεμένος ισχυρά, δεμένος γερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + -δετος (< δετός < δέω «δένω»), πρβλ. αυτό-δετος, λινό-δετος].