πλήξιππος
From LSJ
κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils
English (LSJ)
Dor. πλάξ-, ον,
A striking or driving horses, epith. of heroes, Il.2.104, 4.327, 5.705, Call.Hec.1.4.7; Βοιωτοί Hes.Sc.24; Θήβα Pi.O.6.85; ἱμάσθλη Nonn.D.20.227.
German (Pape)
[Seite 634] Rosse stachelnd, spornend, tummelnd; Hom., Hes. u. sp. D., Beiwort ritterlicher Helden, wie ἱππόδαμος; Pind. πλάξιππος.
Greek (Liddell-Scott)
πλήξιππος: Δωρ. πλάξ-, ον, ὁ πλήττων ἢ ἐλαύνων ἵππους, ἐπίθ. τῶν ἡρώων, ὡς τὸ ἱππόδαμος, Ἰλ. Β. 104, Δ. 327, Ε. 705· Βοιωτοὶ Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 24· Θήβα Πινδ. Ο. 6. 145· ἱμάσθλη Νόνν. Δ. 20. 227.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui dompte les chevaux, habile cavalier.
Étymologie: πλήσσω, ἵππος.