μεταφορά
θοἰμάτιον οὐκ ἀπολώλεκ', ἀλλὰ καταπεφρόντικα → I haven't lost my himation; I've pledged it to Thought | I have not lost my himation, but I've thought it away | I have not lost my himation, but I spent it in the schools
English (LSJ)
ἡ,
A transference, Nicom.Com.1.35; of ownership, BGU 1127.37 (i B. C.). 2 transport, haulage, Hero Bel.102.11 (pl.); οἴνου POxy.729.24 (ii A. D.). 3 change, phase of the moon, Plu. 2.923c. II Rhet., transference of a word to a new sense, metaphor, Isoc.9.9 (pl.), Arist.Po.1457b6, Rh.1410b36, Epicur.Nat.28.5, Plu.Cic.40, Demetr.Eloc.78 (pl.), etc.
German (Pape)
[Seite 156] ἡ, das Weg- u. Anderswohintragen, das Hinübertragen, bes. das Uebertragen eines Wortes auf einen andern Begriff, der Gebrauch eines Wortes in uneigentlicher Bedeutung; δηλῶσαι μὴ μόνον τοῖς τεταγμένοις ὀνόμασιν ἀλλὰ τὰ μὲν ξένοις, τὰ δὲ καινοῖς, τὰ δὲ μεταφοραῖς, Isocr. 9, 9; Arist. poet. 21 u. oft bei den Rhett.
Greek (Liddell-Scott)
μεταφορά: ἡ, ὡς καὶ νῦν, τὸ μεταφέρειν, μετακομίζειν, Νικόμαχ. ἐν «Εἰλειθυίᾳ» 1. 35. 2) ἐν τῇ Ρητορικῇ, μεταφορὰ λέξεώς τινος εἰς νέαν σημασίαν, μεταφορικὸς τρόπος τοῦ λέγειν, τροπικὴ ἔκφρασις, μεταφορά, Λατ. translatio, Ἰσοκρ. 190D, πρβλ. Ἀριστ. Ποιητ. 21, 7, Ρητ. 3. 10, 7, κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
ᾶς (ἡ) :
transport, d’où
1 changement (de la lune);
2 fig. transport du sens propre au sens figuré, métaphore.
Étymologie: μεταφέρω.