κωπώ

From LSJ
Revision as of 07:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κωπώ Medium diacritics: κωπώ Low diacritics: κωπώ Capitals: ΚΩΠΩ
Transliteration A: kōpṓ Transliteration B: kōpō Transliteration C: kopo Beta Code: kwpw/

English (LSJ)

οῦς, ἡ,

   A wreathed staff used in the δαφνηφόρια in Boeotia, Procl. ap. Phot.Bibl.p.321 B.

Greek (Liddell-Scott)

κωπώ: -οῦς, ἡ, ἡ ἐστεμμένη ῥάβδος κατὰ τὰ δαφνηφόρια ἐν Βοιωτίᾳ, Πρόκλ. ἐν Φωτίου Βιβλ. 321. 25.

Greek Monolingual

(I)
κωπώ, -οῡς, ἡ (Α)
στολισμένη ράβδος που χρησιμοποιούσαν κατά τα Δαφνηφόρια στη Βοιωτία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κώπη + επίθημα -ώ, -ούς, χαρακτηριστικό γυναικείων ονομάτων (πρβλ. κοσμ-ώ). Η σύνδεση της λ. με το κήπος δεν φαίνεται πιθανή].———————— (II)
κωπῶ, -έω και -άω (Α) κώπη
1. εξοπλίζω σκάφος με κουπιά
2. εφοδιάζω με λαβές
3. βάζω το χέρι στο ξίφος, σύρω το ξίφος.