κητόομαι
From LSJ
Χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → When a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him
English (LSJ)
Pass.,
A grow to a seamonster, ib.14.23.
German (Pape)
[Seite 1435] zum Seeungeheuer, zum großen Meerfisch heranwachsen, κητουμένῳ τῷ ἰχθύϊ Ael. H. A. 14, 23.
Greek (Liddell-Scott)
κητόομαι: παθ., αὐξάνομαι εἰς κῆτος, γίνομαι κῆτος, Αἰλ. π. Ζ. 14. 23.
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
devenir gros comme une baleine.
Étymologie: κῆτος.