γεωργικός

From LSJ
Revision as of 19:51, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γεωργικός Medium diacritics: γεωργικός Low diacritics: γεωργικός Capitals: ΓΕΩΡΓΙΚΟΣ
Transliteration A: geōrgikós Transliteration B: geōrgikos Transliteration C: georgikos Beta Code: gewrgiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A agricultural, σκεύη Ar.Pax 552; κόποι γ. CIG4659 (Palestine, iii A. D.); ὑπηρεσία BGU 197.17 (i A. D.); βιβλίον γ. a book on rural economy, Plu.Cato Ma.25; ἡ γ. (sc. τέχνη) agriculture, farming, Pl.Lg.889d, etc.; τὰ γ. lands, Chrysipp.Stoic.3.180; also, treatise on agriculture, Democr.26b, Ath. 14.649d; esp. that of Nicander, Id.3.92c.    II occupied or skilled in farming, Arist.Pol.1317a25; δῆμος ib.1318b9; λεώς Ar.Pax920:— as Subst., a good farmer, Pl.Ap.20b, etc.; fond of rural pursuits, Plu.2.268c. Adv. -κῶς Poll.7.141.

German (Pape)

[Seite 488] ή, όν, zum Landbau gehörig, σκεύη Ar. Pax 544; βίος Plat. Phaedr. 248 e; νόμοι Legg. VIII, 842 e; ἡ γ. τέχνη, Kunst des Ackerbaues, Phaedr. 276 b; Arist. Polit. 1, 8 u. öfter; ὁ γεωργικός, im Landbau erfahren, περὶ γῆν φρόνιμος Plat. Gorg. 490 e; λεώς Ar. Pax 887; Xen. Mem. 1, 1, 7; superl. 3, 3, 9; Freund des Ackerbaues, Plut. qu. Rom. 19. – Adv., Clem. Al.

Greek (Liddell-Scott)

γεωργικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἐπιτήδειος εἰς καλλιεργίαν, σκεύη, βίος Ἀριστοφ. Εἰρ. 552, 590· ὁ γ. λεώς, ὁ χωρικὸς λαός, ὁ αὐτ. 920· κόποι γ. Συλλ. Ἐπιγρ. 4659· βιβλίον περὶ τῆς ἀγροτικῆς οἰκονομίας, Πλούτ. Κάτ. Πρεσβ. 25·―ἡ γ. (ἐνν. τέχνη), καλλιεργία τῆς γῆς, Πλάτ. Νόμ. 889Β, κτλ.·―τὰ γεωργικά, χωράφια, Χρύσιππ. παρὰ Πλουτ. 2. 1044D· ἀλλ᾿ ὡσαύτ., πραγματεία περὶ γεωργίας, Ἀθήν. 649D. ΙΙ. ἐπιτήδειος, ἔμπειρος περὶ τὴν γεωργίαν, Ἀριστ. Πολ. 4. 3, 2·―ὡς οὐσιαστ., καλὸς γεωργός, Πλάτ. Ἀπολ. 20Β, κτλ.· ὁ ἐπιδιώκων, ἀγαπῶν ἀγροτικὰ ἔργα, Πλούτ. 2. 268Β·―ἐπιρρ. –κῶς Κλήμ. Ἀλ. 325, Πολυδ. Ζ΄, 141.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
I. d’agriculture, d’agriculteur;
II. en parl. de pers.
1 expert en agriculture ; ὁ γεωργικός habile agriculteur, bon fermier;
2 amateur d’agriculture;
Sp. γεωργικώτατος.
Étymologie: γεωργός.